μυσταγωγός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mystagogos | |Transliteration C=mystagogos | ||
|Beta Code=mustagwgo/s | |Beta Code=mustagwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=μυσταγωγόν, ([[μύστης]], [[ἄγω]])<br><span class="bld">A</span> [[introducing]] or [[initiating into mysteries]], IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), Plu.''Alc.''34, etc.<br><span class="bld">2</span> generally, [[teacher]], [[guide]], βίου Men.550, cf. Him.''Or.''15.3.<br><span class="bld">3</span> in Sicily, = [[περιηγητής]], [[cicerone]], esp. at temples, Cic.''Verr.''4.59.132.<br><span class="bld">4</span> [[Christian priest]], Men.Prot. p.111 D., Just.''Nov.''137.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
μυσταγωγόν, (μύστης, ἄγω)
A introducing or initiating into mysteries, IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), Plu.Alc.34, etc.
2 generally, teacher, guide, βίου Men.550, cf. Him.Or.15.3.
3 in Sicily, = περιηγητής, cicerone, esp. at temples, Cic.Verr.4.59.132.
4 Christian priest, Men.Prot. p.111 D., Just.Nov.137.1.
German (Pape)
[Seite 223] in die Mysterien einführend, einweihend; βίου, Men. fr. inc. 18 a; Plut. Dion. 56; Hesych. erkl. ἱερεὺς ὁ τοὺς μύστας ἄγων. – Nach Cicer. Verr. 4, 59 in Sicilien auch = περιηγητής.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 prêtre chargé d'initier aux mystères, mystagogue;
2 guide, cicerone dans les sanctuaires.
Étymologie: μύστης, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
μυστᾰγωγός: ὁ
1 мистагог, посвящающий в таинства Plut.;
2 наставник, учитель (βίου Men.).
Greek (Liddell-Scott)
μυστᾰγωγός: -όν, (μύστης, ἄγω) ὁ εἰσάγων ἢ μυῶν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 29. 2) καθόλου, διδάσκαλος, ὁδηγός, βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18, πρβλ. Ἱμέρ. 15. 3. 3) ἐν Σικελίᾳ = περιηγητής, ὁδηγός, ἐξηγητής, «cicerone», ἰδίως τῶν ναῶν, Κικ. Verr. 4. 59. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς = ἱερεύς, Μένανδρ. Προτίκτωρ 329, 21, ἔκδ. Βόννης.
Spanish
Greek Monolingual
-ὁ (Α μυσταγωγός, -όν)
αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῖς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῖς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός
άτομο που αφιερώνει τη ζωή και τη δράση του στην υπηρεσία μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη διδασκαλία και τη μετάδοση στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής
αρχ.
1. διδάσκαλος, οδηγός, καθοδηγητής
2. (στη Σικελία) ο περιηγητής που καταγινόταν ιδίως με την έρευνα και εξήγηση τών σχετικών με τους ναούς
3. ιερέας τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός)].
Greek Monotonic
μυστᾰγωγός: ὁ (μύστης, ἄγω), αυτός που εισάγει στα μυστήρια, μυσταγωγός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μυστ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ, μύστης, ἄγω]
one who initiates into mysteries, a mystagogue, Plut.
Léxico de magia
-όν guía de los misterios ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν. ποίει σὺν μυσταγωγῷ sube al terrado y extiende sobre el suelo un lienzo limpio. hazlo con un guía de los misterios P IV 172 τῶν καλῶν σου μ. πραγμάτων ὑπουρ<γός> εἰμι καὶ συνίστωρ yo soy el guía de tus hermosos misterios, servidor y conocedor P IV 2254