περικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periktiones
|Transliteration C=periktiones
|Beta Code=perikti/ones
|Beta Code=perikti/ones
|Definition=[<b class="b3">κτῐ], όνων, οἱ</b>, Ep. dat. <b class="b3">περικτιόνεσσι,</b> ([[κτίζω]], cf. [[ἀμφικτύονες]]) [[dwellers around]], [[neighbours]], <span class="bibl">Il.18.212</span>, <span class="bibl">19.104</span>, <span class="bibl">109</span>; <b class="b3">π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι</b>, <span class="bibl">Od.2.65</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>103</span>, <span class="bibl">Il.17.220</span>, cf. Orac. ap. <span class="bibl">Hdt. 7.148</span>, <span class="bibl">Simon.10</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>8(7).69</span>.—The sg. is not in use.— Rare in Prose, π. νησιῶται <span class="bibl">Th.3.104</span>, cf. <span class="bibl">Ath.13.591b</span>.
|Definition=[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. <b class="b3">περικτιόνεσσι,</b> ([[κτίζω]], cf. [[ἀμφικτύονες]]) [[dwellers around]], [[neighbours]], Il.18.212, 19.104, 109; <b class="b3">π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι</b>, Od.2.65, Hes.''Fr.''103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.''N.''11.19, ''I.''8(7).69.—The sg. is not in use.—Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ &#91;[[περί]], [[κτίζω]]] [[zelden in proza]], [[omwonenden]].
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ &#91;[[περί]], [[κτίζω]]] [[zelden in proza]], [[omwonenden]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>περικτῐονες</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
|sltr=<b>περικτῐονες</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίονες Medium diacritics: περικτίονες Low diacritics: περικτίονες Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: periktíones Transliteration B: periktiones Transliteration C: periktiones Beta Code: perikti/ones

English (LSJ)

[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες) dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.—Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants d'alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.

English (Autenrieth)

(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.

English (Slater)

περικτῐονες those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)

Greek Monolingual

-όνων, οἱ, Α
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφικτίονες].

Greek Monotonic

περικτίονες: -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.

Middle Liddell

κτίζω
dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.