πέντοζος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentozos | |Transliteration C=pentozos | ||
|Beta Code=pe/ntozos | |Beta Code=pe/ntozos | ||
|Definition= | |Definition=πέντοζον, [[with five branches]]: as [[substantive]], of the human [[hand]], Hes. ''Op.'' 742, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐμῇ πεντόζῳ]] (prob.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πέντοζος -ον [[[πέντε]], [[ὄζος]]] met vijf takken; overdr.. ἡ πέντοζος de hand Hes. Op. 742. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
πέντοζον, with five branches: as substantive, of the human hand, Hes. Op. 742, Hsch. s.v. ἐμῇ πεντόζῳ (prob.).
German (Pape)
[Seite 559] wie πεντάοζος, fünfästig, Hes. O. 742, von der Hand gesagt, das Fünfzack, gleichsam fünfzackige Gabel.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinq nœuds ou branches.
Étymologie: πέντε, ὄζος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέντοζος -ον [πέντε, ὄζος] met vijf takken; overdr.. ἡ πέντοζος de hand Hes. Op. 742.
Russian (Dvoretsky)
πέντοζος: ἡ пятиветвие, т. е. кисть руки Hes.
Greek (Liddell-Scott)
πέντοζος: -ον, ὡς τὸ πεντάοζος, ὁ ἔχων πέντε ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. πεντάκλαδος.
Greek Monolingual
και πεντάοζος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος
μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- / πεντα- + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρίοζος)].
Greek Monotonic
πέντοζος: -ον όπως το πεντάοζος, αυτός που έχει πέντε κλάδους· ο Ησίοδ. ονομάζει το χέρι πέντοζον, οι πέντε κλάδοι, οι πέντε διακλαδώσεις.
Middle Liddell
πέντ-οζος, ον,
like πεντάοζος, with five branches: Hes. calls the hand πέντοζον, the five-branch.