ὁμοδέμνιος: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omodemnios | |Transliteration C=omodemnios | ||
|Beta Code=o(mode/mnios | |Beta Code=o(mode/mnios | ||
|Definition= | |Definition=ὁμοδέμνιον, [[sharing one's bed]], A.''Ag.''1108 (lyr.), Musae.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμοδέμνιον, sharing one's bed, A.Ag.1108 (lyr.), Musae.70.
German (Pape)
[Seite 333] Bettgenoß, Ehegatte; πόσις, Aesch. Ag. 1079; sp. D., wie Mus. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la même couche, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, δέμνιον.
Syn. ὁμόλεκτρος ; cf. ἀκοίτης, γαμέτης -- γαμετή, γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοδέμνιος: разделяющий ложе (πόσις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοδέμνιος: -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, ὁμόλεκτρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.
Greek Monolingual
ὁμοδέμνιος, -ον (Α)
αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με άλλον, σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δέμνιον «κρεβάτι» (πρβλ. επιδέμνιος)].
Greek Monotonic
ὁμοδέμνιος: -ον (δέμνιον), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι με κάποιον, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμοδέμνιος, ον, δέμνιον
sharing one's bed, Aesch.