ὁμόρροθος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omorrothos | |Transliteration C=omorrothos | ||
|Beta Code=o(mo/rroqos | |Beta Code=o(mo/rroqos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόρροθον, prop. [[rowing together]]: hence, [[rowing side by side]], στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.''Ep.''3.5:—also [[ὁμορρόθιος]], ον, ''AP''7.374 (Marc. Arg.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμόρροθον, prop. rowing together: hence, rowing side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5:—also ὁμορρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d'accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.
German (Pape)
zusammen rauschend, zusammen rudernd, überhaupt zusammen Etwas tuend, ἄντρον ἔσω στείχοντες ὁμόρροθοι, Theocr. ep. 3 (IX.338).
Russian (Dvoretsky)
ὁμόρροθος: Theocr. = ὁμορρόθιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόρροθος: -ον, κυρίως ὁ ὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.
Greek Monolingual
ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ῥόθος «ο ήχος του κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύρροθος)].
Greek Monotonic
ὁμόρροθος: -ον, κυρίως, αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο· απ' όπου, διπλανός, κοντινός, σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, -ον, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὁμόρ-ροθος, ον,
properly, rowing together: hence side by side, Theocr.:—so, ὁμορρόθιος, ον, Anth.