ἄσχετος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aschetos | |Transliteration C=aschetos | ||
|Beta Code=a)/sxetos | |Beta Code=a)/sxetos | ||
|Definition=Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν) < | |Definition=Ep. also [[ἀάσχετος]], ον, ([[σχεῖν]])<br><span class="bld">A</span> [[not to be checked]], [[ungovernable]], πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; <b class="b3">μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν</b> [[resistless]] in [[might]], Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄσχετον Alc.92; [[ὕβρις]] Epic. in ''Arch.Pap.''7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. ''Dips.''9; ἄσχετος [[ὁρμή]] Aret.''SA''2.12; of a person, [[ungovernable]], [[unmanageable]], γυνή ''PMag.Par.''1.2071, cf. ''PMag.Lond.''121.593. Adv. [[ἀσχέτως]] [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''415d: neut. [[ἄσχετον]], [[ἄσχετα]], as adverb, A.R.4.1738,1087.<br><span class="bld">2</span> [[not held together]], Phlp. ''in Ph.''533.4.<br><span class="bld">3</span> [[unrelated]], πρός τι Anon. ''in Prm.'' (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.''Or.''5.163b, Dam.''Pr.''3, al., Procl. ''in Cra.''p.57 P., al.; ἄσχετος [[σχέσις]] Ps.-Alex.Aphr.''in SE''152.24; [[unqualified]], [[ὕλη]] Dex.''in Cat.''51.21. Adv. [[ἀσχέτως]] Procl.''Inst.''122, ''in Cra.''p.70 P. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:11, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν)
A not to be checked, ungovernable, πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν resistless in might, Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄσχετον Alc.92; ὕβρις Epic. in Arch.Pap.7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. Dips.9; ἄσχετος ὁρμή Aret.SA2.12; of a person, ungovernable, unmanageable, γυνή PMag.Par.1.2071, cf. PMag.Lond.121.593. Adv. ἀσχέτως Pl.Cra.415d: neut. ἄσχετον, ἄσχετα, as adverb, A.R.4.1738,1087.
2 not held together, Phlp. in Ph.533.4.
3 unrelated, πρός τι Anon. in Prm. (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.Or.5.163b, Dam.Pr.3, al., Procl. in Cra.p.57 P., al.; ἄσχετος σχέσις Ps.-Alex.Aphr.in SE152.24; unqualified, ὕλη Dex.in Cat.51.21. Adv. ἀσχέτως Procl.Inst.122, in Cra.p.70 P.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀάσχετος Il.5.892, 24.708
I 1incontenible, arrollador de comportamientos μένος Il.5.892, γέλως Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.H.1.492, Aret.SA 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1
•de pers. irreductible, irrefrenable κούρη Nonn.D.4.198, cf. PMag.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν Od.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.Th.832, ὄφις Nonn.D.4.379
•neutr. sg. o plu. como adv. inconteniblemente ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, AP 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.D.44.67.
2 irresistible, insoportable de abstr. πένθος Il.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, ἕλκος Bio 1.40, δίψος Luc.Dips.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.D.37.535.
3 intransitable κέλευθος D.P.474.
4 incomprensible μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.DN M.3.644A.
II 1que no forma unidad ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.in Ph.533.4
•subst. τὸ ἄσχετον = falta de unidad τῆς ὕλης Procl.in Cra.57.29.
2 no relacionado c. πρὸς y ac. ἀσχέτου αὐτοῦ ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.in Prm.3.35, cf. Procl.in Cra.61.20, Dexipp.in Cat.51.21
•absoluto, independiente (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.Eun.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.Or.8.163b
•no alcanzado c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.Insomn.10.
III adv. ἀσχέτως
1 inconteniblemente τὸ ἀσχέτως ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo def. de la ἀρετή por falsa etim., Pl.Cra.415d, θρηνοῦσα ... ἀσχέτως D.P.Au.2.8, αὐτοὺς ἀσχέτως ἔχοντας τοῦ δρόμου App.BC 4.129.
2 sin condicionamientos πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀσχέτως ποιεῖ Procl.Inst.122, cf. in Cra.70, ἀσχέτως προνοεῖν Marin.Procl.18.
German (Pape)
[Seite 382] unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένθος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irrésistible;
2 intolérable.
Étymologie: ἀ, ἔχω.
English (Autenrieth)
(σχεῖν) and ἀάσχετος: irresistible; πένθος, ‘overpowering,’ Il. 16.549, Il. 24.708.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον
αρχ.-μσν.
1. ακράτητος, ασυγκράτητος
2. ακαταμάχητος
3. απεριόριστος, υπέρμετρος
4. απόλυτος
νεοελλ.
αδαής, ακατατόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) σχ-, έσχον (αόρ. β' του έχω)].
Greek Monotonic
ἄσχετος: Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχετος: v.l. ἀάσχετος 2
1 неудержимый, неукротимый (μένος Hom.);
2 невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; δίψος Luc.).
Middle Liddell
σχεῖν
not to beheld in or checked, irrepressible, ungovernable, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος, ἀκατανίκητος). Ἀπό τό α στερητ. + σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.