ἀπεννέπω: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[forbid]], Aesch.; ἀπ. τι to [[forbid]] it, Soph.; c. acc. et inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι Eur.:— ἀπ. τινὰ θαλάμων to [[order]] him from the [[chamber]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[deprecate]], τι Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 3 March 2024
English (LSJ)
Trag. word, also ἀπενέπω (only lyr. E.IA552),
A forbid: abs., A.Th.1058, E.Ph.1657; ἀ. τι forbid it, S.OC209; more freq. c. acc. et inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν E.Med.813, Heracl.556; ἀ. τινὰ μὴ ποιεῖν Id.Ion1282, HF1295; ἀ. τινὰ θαλάμων order him from the chamber, Id.IA552(lyr.).
2 c. acc.rei, deprecate, ἀνδροκμῆτας δ'.. ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957(lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀπενέπω E.IA 552
1 prohibir, decir que no abs. ἀπεννέπω δ' ἐγώ A.Th.1053, κἂν ἀπεννέπῃ πόλις E.Ph.1657
•c. ac. int. OI. ἀλλὰ μή -XO. τί τόδ' ἀπεννέπεις, γέρον; ED. Pero no ... CO. ¿A qué dices que no, viejo? S.OC 209.
2 apartar, impedir, vetar c. ac. de cosa ἀνδροκμῆτας δ' ἀώρους ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957, c. ac. de pers. y gen. ἀπενέπω νιν ἀμετέρων ... θαλάμων rechazo a esta ... lejos de mi tálamo E.IA 552
•c. ac. e inf. prohibir, impedir a uno hacer algo δρᾶν σ' ἀπεννέπω τάδε E.Med.813, οὐδ' ἀπεννέπω ... θνῄσκειν σ' E.Heracl.556, c. μή no traducible ἀπεννέπω σε μὴ κατακτείνειν ἐμέ E.Io 1282, ἀπεννέπουσά με μὴ θιγγάνειν γῆς E.HF 1295.
French (Bailly abrégé)
v. ἀπενέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεννέπω: Eur. тж. ἀπενέπω
1 запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);
2 запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεννέπω: τραγ. λέξις, ὡσαύτως ἀπενέπω (ἀλλὰ μόνον ἐν Λυρ. χωρίῳ, Εὐρ. Ι. Α. 553): - ὡς τὸ ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω: ἀπολ., Αἰσχύλ. Θήβ. 1053, κτλ.· ἀπενν. τι, ἀπαγορεύειν, μὴ ἐπιτρέπειν, τί τόδ’ ἀπεννέπεις, γέρον; Σοφ. Ο. Κ. 209· συνηθέστερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀπενν. τινὰ ποιεῖν Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρακλ. 556· ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἴων. 1282, κτλ.: - ἀπ. τινὰ θαλάμων, ἀποδιώκειν αὐτὸν ἐκ τῶν θαλάμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 553. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀποστέργω, ἀνδροκμῆτας δ’… ἀπεννέπω τύχας Αἰσχύλ. Εὐμ. 957.
Greek Monolingual
ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α)
1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω
2. αποδοκιμάζω, αποστέργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»].
Greek Monotonic
ἀπεννέπω: σπανίως ἀπ-ενέπω·
I. απαγορεύω, σε Αισχύλ.· ἀπεννέπω τι, απαγορεύω κάτι, σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., ἀπεννέπω τινὰποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ.· ἀπεννέπω τινὰ θαλάμων, τον αποβάλλω, τον εκδιώκω από το δωμάτιο, στον ίδ.
II. αποστέργω, απεύχομαι, τι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. to forbid, Aesch.; ἀπ. τι to forbid it, Soph.; c. acc. et inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι Eur.:— ἀπ. τινὰ θαλάμων to order him from the chamber, Eur.
II. to deprecate, τι Aesch.