ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypokatavaino | |Transliteration C=ypokatavaino | ||
|Beta Code=u(pokatabai/nw | |Beta Code=u(pokatabai/nw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[descend by degrees]], Hdt.2.15, Hp.''Prog.''11, Th.7.60, Clearch. ap. J.''Ap.''1.22, Gal.18(2).145; [[come down]], X.''An.''7.4.11, D.C.40.26.<br><span class="bld">2</span> [[go back gradually]], i.e. [[relax]] severity of régime, Hp.''Aph.''1.7.<br><span class="bld">3</span> [[settle down]], Arist.''Pr.''938b31, Alex.Aphr.''Pr.''2.20.<br><span class="bld">4</span> [[ὑποκαταβάς]], [[lower down in the text]], Eust.1351.43, al. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[descend by degrees]], [[Herodotus|Hdt.]]2.15, Hp.''Prog.''11, Th.7.60, Clearch. ap. J.''Ap.''1.22, Gal.18(2).145; [[come down]], X.''An.''7.4.11, D.C.40.26.<br><span class="bld">2</span> [[go back gradually]], i.e. [[relax]] severity of régime, Hp.''Aph.''1.7.<br><span class="bld">3</span> [[settle down]], Arist.''Pr.''938b31, Alex.Aphr.''Pr.''2.20.<br><span class="bld">4</span> [[ὑποκαταβάς]], [[lower down in the text]], Eust.1351.43, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26.
2 go back gradually, i.e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7.
3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20.
4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
French (Bailly abrégé)
1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκαταβαίνω: мало-помалу или потихоньку сходить вниз, спускаться Her., Luc.: ὑ. ἔκ τινος Thuc. спускаться с чего-л.; ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου Xen. спустившись, он расположился в долине.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ΜΑ καταβαίνω
μσν.
(η μτχ. αρσ. αορ. β') ὑποκαταβάς
(με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτω («διόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.)
αρχ.
1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά
2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.)
3. ιατρ. α) χαλαρώνω θεραπευτική αγωγή
β) (για νόσο) εμφανίζομαι πάλι μετά από μικρό διάλειμμα
4. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο
5. εκκλ. μτφ. γίνομαι αιρετικός.
Greek Monotonic
ὑποκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω, κατηφορίζω βαθμιαία ή κρυφά, μυστικά, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατεβαίνω λιγάκι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to descend by degrees or stealthily, Hdt., Thuc.: to come down a little, Xen.