ἀνερμάτιστος: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anermatistos | |Transliteration C=anermatistos | ||
|Beta Code=a)nerma/tistos | |Beta Code=a)nerma/tistos | ||
|Definition=ἀνερμάτιστον,<br><span class="bld">A</span> [[without ballast]], ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.''Tht.''144a; [[unstable]], Olymp.''in Mete.''147.4, cf. Gal.''UP''2.14.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἀ. τράπεζα</b> an [[empty]] table, Plu.2.704b; [[unstable]], εἶδος Dam.''Pr.''413; also of persons, [[without ballast]], Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2. | |Definition=ἀνερμάτιστον,<br><span class="bld">A</span> [[without ballast]], ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''144a; [[unstable]], Olymp.''in Mete.''147.4, cf. Gal.''UP''2.14.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἀ. τράπεζα</b> an [[empty]] table, Plu.2.704b; [[unstable]], εἶδος Dam.''Pr.''413; also of persons, [[without ballast]], Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 05:32, 26 September 2023
English (LSJ)
ἀνερμάτιστον,
A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14.
2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
•inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
•inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.
German (Pape)
[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas d'aplomb, d'assiette.
Étymologie: ἀ, ἑρματίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερμάτιστος:
1 ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);
2 ненакрытый, пустой (τράπεζα Plut.);
3 перен. неустойчивый, шаткий (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μετέωρος, ἄστατος, χωρίς βάση). Ἀπό τό α στερητ. + ἑρματίζω (=στηρίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἕρμα.