Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιτρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitrodis
|Transliteration C=nitrodis
|Beta Code=nitrw/dhs
|Beta Code=nitrw/dhs
|Definition=νιτρώδες (Att. [[λιτρώδης]] Pl.''Ti.''65e),<br><span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις Arist.''Pr.''936a2; [[impregnated with]] ν., τὰ ν. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.5.1, ''Od.''65.<br><span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι ''IG''14.892.
|Definition=νιτρῶδες (Att. [[λιτρώδης]] Pl.''Ti.''65e),<br><span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις Arist.''Pr.''936a2; [[impregnated with]] ν., τὰ ν. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.5.1, ''Od.''65.<br><span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι ''IG''14.892.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιτρώδης Medium diacritics: νιτρώδης Low diacritics: νιτρώδης Capitals: ΝΙΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nitrṓdēs Transliteration B: nitrōdēs Transliteration C: nitrodis Beta Code: nitrw/dhs

English (LSJ)

νιτρῶδες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e),
A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr. CP 2.5.1, Od.65.
2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387.
II epithet of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.

German (Pape)

ες, dem Natron ähnlich, voll Natron; ὕδωρ, Paul.Sil. 74.113; Arist. Probl. 23.40.

Russian (Dvoretsky)

νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.