ἐπημοιβός: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπημοιβός]], -όν και -ός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], [[ανταλλακτικός]] («οὐ γὰρ πολλαὶ | |mltxt=[[ἐπημοιβός]], -όν και -ός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], [[ανταλλακτικός]] («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επάλληλος]], [[σταυρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμοιβός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), το -<i>η</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:22, 6 February 2024
English (LSJ)
ἐπημοιβόν, late ή, όν Opp.H.5.135:—
A crossing, ὀχῆες ἐ. (unless = shifting to and fro) Il.12.456; τελαμῶνες ἐ. cross-belts, Opp.C. 1.98.
2 alternating, serving for change, χιτῶνες ἐ. Od.14.513; ἀστέρες Arat.190; πρηδόνες Nic.Th.365.
German (Pape)
[Seite 920] abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. ἐπαμοιβός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπημοιβός: (= ἐπαμοιβός) чередующийся, попеременный, перемежающийся: ὀχῆες ἐπημοιβοί Hom. заходящие друг за друга засовы; χιτῶνες ἐπημοιβοί Hom. сменные (запасные) одежды.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπημοιβός: -όν, μεταγεν. ή, όν, ὡς ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 135 (ἀμείβω): - ἐπάλληλος, Λατ. alternus, δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, «ἀλλήλοις ἐπικείμενοι. εἷς ἐφ’ ἕνα» (Σχολ.) (ἴδε ἐν λ. κλεὶς Ι), Ἰλ. Μ. 456· τελαμῶνες ἐπ., σταυροειδῶς συναντώμενοι, Ὀππ. Κυν. 1. 98. 2) ἐπὶ χιτῶνος, ὁ περιττεύων, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγήν, οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι, ἐπημοιβοί τε χιτῶνες ἐνθάδε ἕννυσθαι Ὀδ. Ξ. 513, πρβλ. Ἄρατ. 190, Νικ. Θ. 365.
English (Autenrieth)
(ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).
Greek Monolingual
ἐπημοιβός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.)
2. επάλληλος, σταυρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἐπημοιβός: -όν (ἀμείβω),
1. εναλλασσόμενος, διασταυρούμενος, λέγεται για μάνταλα ή σύρτες πόρτας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που αλλάζει, χιτῶνες, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἐπ-ημοιβός, όν ἀμείβω
1. alternating, crossing, of door-bolts, Il.
2. serving for change, χιτῶνες Od.