ἀλητεία: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀλητείη]] Orph.<i>A</i>.103, dór. ἀλᾱτεία E.<i>Hel</i>.523<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[correría]], [[vagar errante]] δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις ὕπο A.<i>Pr</i>.900, ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.<i>Hel</i>.l.c., cf. 934, ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ' ἀλητείαν τε σήν E.<i>Io</i> 576, με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε μήτηρ Orph.<i>A</i>.103<br /><b class="num">•</b>tb. en prosa ἐπαύθη τῆς ἀλητείας Tz.<i>ad Lyc</i>.1232. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:49, 25 September 2023
English (LSJ)
Dor. ἀλατεία, ἡ, wandering, roaming; δυσπλάνοις ἀλατείαις A.Pr.900 (lyr.); ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.523 (lyr.), cf. 934; in later Prose, Vett.Val.4.18, prob. in Ph.1.658.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀλητείη Orph.A.103, dór. ἀλᾱτεία E.Hel.523
• Prosodia: [ᾰ-]
correría, vagar errante δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις ὕπο A.Pr.900, ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.l.c., cf. 934, ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ' ἀλητείαν τε σήν E.Io 576, με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε μήτηρ Orph.A.103
•tb. en prosa ἐπαύθη τῆς ἀλητείας Tz.ad Lyc.1232.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, das Herumirren, Eur. Ion 578 Hel. 934; Philo.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vie errante.
Étymologie: ἀλήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλητεία -ας, ἡ, Ion. ἀλητείη, Dor. ἀλᾱτεία ἀλήτης zwerftocht, dwaaltocht.
Russian (Dvoretsky)
ἀλητεία: дор. ἀλᾱτεία (ᾰλ) ἡ странствование, скитание, бродячая жизнь Aesch., Eur.
Middle Liddell
[from ἀλητεύω
a wandering, roaming, Aesch., Eur.
Greek Monolingual
η (Α ἀλητεία) ἀλητεύω
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) συνεχής και άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αγυρτεία
αρχ.
περιπλάνηση, περιδιάβαση.
Greek Monotonic
ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, ἡ, περιπλάνηση, περιφορά, αλητεία, χάζεμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, ἡ, περιπλάνησις = τὸ περιφέρεσθαι, δυσπλάνοις ἀλατείαις, Αἰσχύλ. Πρ. 900 (λυρ.)· ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων, Εὐρ. Ἑλ. 523· πρβλ. 934.