ἀφώνητος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[dumb]] | |woodrun=[[dumb]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unspeakable]]=== | |||
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 January 2024
English (LSJ)
ἀφώνητον,
A unspeakable, unutterable, ἄχος Pi. P.4.237.
II voiceless, speechless, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀ. S.OC 1283.
Spanish (DGE)
-ον
1 indecible, ἄχος Pi.P.4.237.
2 de pers. mudo παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις S.OC 1283, cf. Nonn.D.26.280
•fig. σιγή Nonn.D.19.2, σιωπή Nonn.D.13.10.
3 de anim. no dotado de lenguaje ταῦρος Nonn.D.47.398
•de objetos inanimados mudo, silencioso πρόσωπον de una máscara, Nonn.D.27.230, cf. 15.267, χερσὶν ἀφωνήτοισι con manos silenciosas de un mimo que representa a Ganimedes, Nonn.D.19.217.
German (Pape)
[Seite 416] unaussprechlich (od. stumm?), ἄχος Pind. P. 4, 237; τὰ ἀφ. Soph. O. C. 1285, sprachlos, stumm, wie Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans voix, muet.
Étymologie: ἀ, φωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφώνητος: Pind., Soph. = ἄφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφώνητος: -ον, ἀνεκφώνητος, ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· δεσμός, πόνος ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.
English (Slater)
ᾰφώνητος soundless ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (P. 4.237)
Greek Monolingual
ἀφώνητος, -ον (Α) φωνώ
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άφωνος, άλαλος
2. αυτός που σωπαίνει
3. ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος.
Greek Monotonic
ἀφώνητος: -ον (φωνέω)· άφωνος, άναυδος, σε Σοφ.
Middle Liddell
φωνέω
voiceless, speechless, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని