μετανάστασις: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[μετοίκηση]]). Ἀπό τό [[μετά]] + ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]]. | |mantxt=(=[[μετοίκηση]]). Ἀπό τό [[μετά]] + ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[migratio]]'', [[migration]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.2.1/ 1.2.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.16.1/ 2.16.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:31, 16 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, migration, in plural, Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.
German (Pape)
[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.
Russian (Dvoretsky)
μετανάστᾰσις: εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.
Greek Monolingual
μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).
Greek Monotonic
μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.
Middle Liddell
μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,
migration, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μετοίκηση). Ἀπό τό μετά + ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.