περιπολάρχης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περιπολ-άρχης, ορ -αρχος, ου, [[περίπολος]], [[ἄρχω]]<br />a [[superintendent]] of [[police]], Thuc. | |mdlsjtxt=περιπολ-άρχης, ορ -αρχος, ου, [[περίπολος]], [[ἄρχω]]<br />a [[superintendent]] of [[police]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[dux circitorum]]'', [[leader of skirmishers]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.2/ 8.92.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:49, 16 November 2024
English (LSJ)
(Hsch. s.v. κωδωνοφορῶν) or περιπόλαρχος (IG22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, (περίπολος) commander of military patrol, Th.8.92, IG and Hsch.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, Aufseher der Tag- und Nachtwache, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
περιπολάρχης: ου ὁ = περιπόλαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
περιπολάρχης: ἢ -αρχος, ου, ὁ, (περίπολος) ὁ ἐπόπτης ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν περιπόλων, Θουκ. 8. 92.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός
αρχ.
επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -άρχης (< ἄρχω)].
Greek Monotonic
περιπολάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ (περίπολος, ἄρχω), αρχηγός των περιπόλων, σε Θουκ.
Middle Liddell
περιπολ-άρχης, ορ -αρχος, ου, περίπολος, ἄρχω
a superintendent of police, Thuc.