ταριχεία: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. [[ταριχηΐη|τᾰρῑχηΐη]] Α [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ψάρια) [[ταρίχευση]], [[πάστωμα]]<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]] σώματος νεκρού από τη [[σήψη]] με [[κατάλληλα]] φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσάμωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβροχή]], [[μούσκεμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταριχεῖαι</i><br />α) εργοστάσια για [[πάστωμα]] ψαριών<br />β.) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[βαλσάμωμα]] [[νεκρών]].
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. [[ταριχηΐη|τᾰρῖχηΐη]] Α [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ψάρια) [[ταρίχευση]], [[πάστωμα]]<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]] σώματος νεκρού από τη [[σήψη]] με [[κατάλληλα]] φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσάμωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβροχή]], [[μούσκεμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταριχεῖαι</i><br />α) εργοστάσια για [[πάστωμα]] ψαριών<br />β.) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[βαλσάμωμα]] [[νεκρών]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχεία Medium diacritics: ταριχεία Low diacritics: ταριχεία Capitals: ΤΑΡΙΧΕΙΑ
Transliteration A: taricheía Transliteration B: taricheia Transliteration C: taricheia Beta Code: tarixei/a

English (LSJ)

lon. ταριχηΐη, ἡ,
A preserving, pickling, in plural, εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745.
2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.).
3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al.
II ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, ion. ταριχηΐη, das Einsalzen, Einpökeln, Einbalsamiren, Luc. Necyom. 15. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaison ; particul. embaumement d'un corps.
Étymologie: ταριχεύω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχεία: ион. τᾰρῑχηΐη ἡ тж. pl.
1 засаливание, соление Arst.;
2 бальзамирование Diod., Luc.;
3 помещение для засолки рыбы, рыбосолильня Her.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχεία: Ἰων. τᾰρῑχηΐη, ἡ, τὸ ταριχεύειν, ταρίχευσις, ἐν τῷ πληθ., εἰς ταριχείας φαῦλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 6, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 36· εἰς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν Διόδ. 19. 99. ΙΙ. αἱ Ταριχεῖαι, πιθανῶς ἐργοστάσια ἐν οἷς ἐταριχεύοντο ἰχθύες, οὐχὶ (ὡς δοξάζει ο Wessel.) τόπος πρὸς ταρίχευσιν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 15, 113, πρβλ. Στράβ. 140, Πολυδ. ϛʹ, 48.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ιων. τ. τᾰρῖχηΐη Α ταριχεύω
1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα
2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα
αρχ.
1. διαβροχή, μούσκεμα
2. στον πληθ. αἱ ταριχεῖαι
α) εργοστάσια για πάστωμα ψαριών
β.) τόπος κατάλληλος για βαλσάμωμα νεκρών.

Greek Monotonic

τᾰρῑχεία: Ιων. τᾰρῑχηΐη, ἡ, ταρίχευση, διατήρηση στη σαλαμούρα· στον πληθ., αἱΤαριχεῖαι, εργαστήρια για πάστωμα των ψαριών, σε Ηρόδ., Στράβ.

Middle Liddell

τᾰρῑχεία, Ionic τᾰρῑχηΐη, ἡ,
a preserving, pickling: in plural, αἱ Ταριχεῖαι factories for salting fish, Hdt., Strab.

Translations

embalming

Catalan: embalsamament; Galician: embalsamamento; German: Einbalsamierung; Greek: ταρίχευση, βαλσάμωμα; Ancient Greek: ἐνταφίασις, ἐνταφιασμός, ταριχεία, ταριχηΐη, ταρίχευσις, ταφή; Italian: imbalsamazione; Portuguese: embalsamamento, embalsamação; Spanish: embalsamamiento, embalsamiento; Turkish: tahnit; Vietnamese: ướp xác