διάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui transmet un message :<br /><b>1</b> [[parlementaire]] <i>ou</i> négociateur secret;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> [[sorte d'adjudant]], [[chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe]].<br />'''Étymologie:''' [[διαγγέλλω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[celui qui transmet un message]] :<br /><b>1</b> [[parlementaire]] <i>ou</i> [[négociateur secret]];<br /><b>2</b> <i>postér.</i> [[sorte d'adjudant]], [[chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe]].<br />'''Étymologie:''' [[διαγγέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:46, 23 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγγελος Medium diacritics: διάγγελος Low diacritics: διάγγελος Capitals: ΔΙΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: diángelos Transliteration B: diangelos Transliteration C: diaggelos Beta Code: dia/ggelos

English (LSJ)

ὁ,
A messenger, negotiator, esp. secret informant, go-between, Th.7.73.
2 military term, adjutant, Plu.2.678d; but, = Lat. speculator, Plu.Galb.24.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 mensajero secreto, espía ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν Th.7.73
milit. enlace, correo para transmitir órdenes en un cuerpo de tropas, Plu.2.678d
lat. speculator, observador οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24, δοῦλόν τινα ἑαυτοῦ διάγγελον αὐτῷ παρέσχεν D.C.40.8.2.
2 el que anuncia o proclama τοῦ λόγου Gr.Naz.M.37.720A, ναῦς ναυπηγοῖο δ. οὐ λαλέουσα la nave es nuncio mudo de su constructor Gr.Naz.M.37.1556A
en lit. crist. predicador τοῦ λόγου Gr.Naz.M.35.720C.

German (Pape)

[Seite 573] ὁ, Zwischenbote, Unterhändler, Thuc. 7, 73; der die Befehle des Feldherrn bekannt macht, Adjutant, Plut. Galb. 24; D. C. 40, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui transmet un message :
1 parlementaire ou négociateur secret;
2 postér. sorte d'adjudant, chargé de transmettre les ordres dans un corps de troupe.
Étymologie: διαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

διάγγελος:посыльный, вестник, гонец Plut.: δ. τινί τινος Thuc. вестник с донесением кому-л. о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

διάγγελος: ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, κατάσκοπος, Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, ἰδιαίτερος ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, ὑπασπιστής, ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.

Greek Monolingual

ο (AM διάγγελος)
1. ο διαγγελέας
2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius)
νεοελλ.
1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος της Αυστριακής Μοναρχίας
2. διπλωματικός αντιπρόσωπος του πάπα, internuntius ή internuncius
αρχ.
ο απεσταλμένος για διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα ο μυστικός πληροφοριοδότης.

Greek Monotonic

διάγγελος: ὁ, αγγελιαφόρος, Λατ. internuncius, ιδίως, κρυφός πληροφοριοδότης, μεσολαβητής, κατάσκοπος, σε Θουκ.

Middle Liddell

δι-άγγελος, ὁ,
a messenger, Lat. internuncius, esp. a secret informant, go-between, spy, Thuc.

English (Woodhouse)

go-between, go between, gobetween

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)