αἴτησις: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ιος Hp.<i>Or.Thess</i>.422]<br />[[petición]] imperativa, [[exigencia]] γῆς Hdt.7.32<br /><b class="num">•</b>gener. [[petición]], [[solicitud]] τῆς ξυμμαχίας Th.1.32.2, cf. D.C.42.2.5, εὐχαὶ παρα θεῶν αἰτήσεις εἰσίν las plegarias son peticiones dirigidas a los dioses</i> Pl.<i>Lg</i>.801a, ἡ ἐρώτησις ἡ διαλεκτικὴ ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.<i>Int</i>.20<sup>b</sup>22, [[ἄτερ]] μισθῶν αἰτήσιως sin solicitud de paga</i> Hp.l.c., τοῦ δήμου ἐξαποστείλαντος ἄνδρας ... [ἐπὶ τ] ὴν αἴτησιν τοῦ δικαστηρίου <i>IM</i> 93a.6 (II a.C.), en decr. honoríf. ὅταν ἐξέλθωσιν αἱ [ἐκ τοῦ νόμου ἡμ] έραι τῆς αἰτήσεως cuando haya transcurrido el plazo legal para la solicitud a la asamblea de concesión de honores</i> <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.657.55 (III a.C.), τὰν αἴτησιν τοῦ στεφάνου Maier, <i>GMBI</i> 50.49 (Cárpatos II a.C.), ref. peticiones por escrito de particulares a diversas autoridades, trad. de lat. <i>[[petitio]]</i> al proconsul <i>IManisa</i> 523.38 (Lidia II d.C.), frec. en pap. [[ἀναφόριον]] ἐπιδεδωκὼς σοι περὶ αἰτήσεως σπερματίων ἀρταβῶν <i>BGU</i> 1861.3 (I a.C.), cf. <i>POxy</i>.1024.20, <i>PSI</i> 1104.18 (ambos II d.C.), μὴ ἀποτύχω τῆς αἰτήσεως no fracase yo en mi demanda</i>, <i>POxy</i>.1841.5 (VI d.C.), sujetas a un impuesto especial τὸ τῆς αἰτήσεως τέλος impuesto sobre peticiones</i> gener. pagado por mujeres para el nombramiento de un tutor <i>POxy</i>.1473.30 (III d.C.), cf. <i>PRyl</i>.120.4 (II d.C.), <i>POxy</i>.56.22 (III d.C.), tb. oralmente οἱ ἐξ αἰτήσεως ἐμῆς προσμαρτυρήσαντες los que testificaron a petición mía</i>, <i>PMasp</i>.168.46 (VI d.C.).
|dgtxt=αἰτήσεως, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. αἰτήσιος Hp.<i>Or.Thess</i>.422]<br />[[petición]] imperativa, [[exigencia]] γῆς Hdt.7.32<br /><b class="num">•</b>gener. [[petición]], [[solicitud]] τῆς ξυμμαχίας Th.1.32.2, cf. D.C.42.2.5, εὐχαὶ παρα θεῶν αἰτήσεις εἰσίν las plegarias son peticiones dirigidas a los dioses</i> Pl.<i>Lg</i>.801a, ἡ ἐρώτησις ἡ διαλεκτικὴ ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.<i>Int</i>.20<sup>b</sup>22, [[ἄτερ]] μισθῶν αἰτήσιως sin solicitud de paga</i> Hp.l.c., τοῦ δήμου ἐξαποστείλαντος ἄνδρας ... [ἐπὶ τ] ὴν αἴτησιν τοῦ δικαστηρίου <i>IM</i> 93a.6 (II a.C.), en decr. honoríf. ὅταν ἐξέλθωσιν αἱ [ἐκ τοῦ νόμου ἡμ] έραι τῆς αἰτήσεως cuando haya transcurrido el plazo legal para la solicitud a la asamblea de concesión de honores</i> <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.657.55 (III a.C.), τὰν αἴτησιν τοῦ στεφάνου Maier, <i>GMBI</i> 50.49 (Cárpatos II a.C.), ref. peticiones por escrito de particulares a diversas autoridades, trad. de lat. <i>[[petitio]]</i> al proconsul <i>IManisa</i> 523.38 (Lidia II d.C.), frec. en pap. [[ἀναφόριον]] ἐπιδεδωκὼς σοι περὶ αἰτήσεως σπερματίων ἀρταβῶν <i>BGU</i> 1861.3 (I a.C.), cf. <i>POxy</i>.1024.20, <i>PSI</i> 1104.18 (ambos II d.C.), μὴ ἀποτύχω τῆς αἰτήσεως no fracase yo en mi demanda</i>, <i>POxy</i>.1841.5 (VI d.C.), sujetas a un impuesto especial τὸ τῆς αἰτήσεως τέλος impuesto sobre peticiones</i> gener. pagado por mujeres para el nombramiento de un tutor <i>POxy</i>.1473.30 (III d.C.), cf. <i>PRyl</i>.120.4 (II d.C.), <i>POxy</i>.56.22 (III d.C.), tb. oralmente οἱ ἐξ αἰτήσεως ἐμῆς προσμαρτυρήσαντες los que testificaron a petición mía</i>, <i>PMasp</i>.168.46 (VI d.C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:47, 23 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴτησις Medium diacritics: αἴτησις Low diacritics: αίτησις Capitals: ΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: aítēsis Transliteration B: aitēsis Transliteration C: aitisis Beta Code: ai)/thsis

English (LSJ)

αἰτήσεως, ἡ, request, demand, Hdt.7.32, Antipho 5.4, POxy.1024.20 (ii A. D.); ἡ ἐρώτησις ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22.

Spanish (DGE)

αἰτήσεως, ἡ
• Morfología: [gen. αἰτήσιος Hp.Or.Thess.422]
petición imperativa, exigencia γῆς Hdt.7.32
gener. petición, solicitud τῆς ξυμμαχίας Th.1.32.2, cf. D.C.42.2.5, εὐχαὶ παρα θεῶν αἰτήσεις εἰσίν las plegarias son peticiones dirigidas a los dioses Pl.Lg.801a, ἡ ἐρώτησις ἡ διαλεκτικὴ ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22, ἄτερ μισθῶν αἰτήσιως sin solicitud de paga Hp.l.c., τοῦ δήμου ἐξαποστείλαντος ἄνδρας ... [ἐπὶ τ] ὴν αἴτησιν τοῦ δικαστηρίου IM 93a.6 (II a.C.), en decr. honoríf. ὅταν ἐξέλθωσιν αἱ [ἐκ τοῦ νόμου ἡμ] έραι τῆς αἰτήσεως cuando haya transcurrido el plazo legal para la solicitud a la asamblea de concesión de honores IG 22.657.55 (III a.C.), τὰν αἴτησιν τοῦ στεφάνου Maier, GMBI 50.49 (Cárpatos II a.C.), ref. peticiones por escrito de particulares a diversas autoridades, trad. de lat. petitio al proconsul IManisa 523.38 (Lidia II d.C.), frec. en pap. ἀναφόριον ἐπιδεδωκὼς σοι περὶ αἰτήσεως σπερματίων ἀρταβῶν BGU 1861.3 (I a.C.), cf. POxy.1024.20, PSI 1104.18 (ambos II d.C.), μὴ ἀποτύχω τῆς αἰτήσεως no fracase yo en mi demanda, POxy.1841.5 (VI d.C.), sujetas a un impuesto especial τὸ τῆς αἰτήσεως τέλος impuesto sobre peticiones gener. pagado por mujeres para el nombramiento de un tutor POxy.1473.30 (III d.C.), cf. PRyl.120.4 (II d.C.), POxy.56.22 (III d.C.), tb. oralmente οἱ ἐξ αἰτήσεως ἐμῆς προσμαρτυρήσαντες los que testificaron a petición mía, PMasp.168.46 (VI d.C.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
demande, prière.
Étymologie: αἰτέω.

German (Pape)

ἡ, Bitte, Forderung, Her. 7.32; Plat. und Folgd.

Russian (Dvoretsky)

αἴτησις: εως ἡ
1 Her., Plat. = αἴτημα 1;
2 Arst. = αἴτημα 2.

Greek (Liddell-Scott)

αἴτησις: -εως, ἡ, παράκλησις, ἀπαίτησις, Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ αἴτημα, λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3.

Greek Monolingual

η (Α αἴτησις)
το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
νεοελλ.
1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά
(Εκκλ.) τμήμα εκκλησιαστικών ακολουθιών στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές δεήσεις
αρχ.
(στη Λογ.) το να θεωρείται κάτι ως αίτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰτῶ.
ΠΑΡ. μσν. αἰτήσιος.

Greek Monotonic

αἴτησις: -εως, ἡ (αἰτέω), παράκληση, απαίτηση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

αἰτέω
a request, demand, Hdt.

English (Woodhouse)

entreaty, request

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

práctica de petición ὀνείρου αἴ. ἀκριβὴς εἰς πάντα práctica de petición de sueños, eficaz para todo P XII 144