ἀμάω: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(13_7_1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριθοι [[ἤμων]] ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόθεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 [[μάλα]] κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v. l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v. l. πονησάμενος; – τὸν [[σῖτον]] Her. 6, 28; θὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für θερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; [[καλῶς]] ἤμησαν, hatten Glück; θαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσθαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασθαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ [[κόνις]]. sie bedeckt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0118.png Seite 118]] mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριθοι [[ἤμων]] ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόθεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 [[μάλα]] κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v. l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v. l. πονησάμενος; – τὸν [[σῖτον]] Her. 6, 28; θὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für θερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; [[καλῶς]] ἤμησαν, hatten Glück; θαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσθαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασθαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ [[κόνις]]. sie bedeckt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμάω''': Ὀδ., Ἡσ.: Δωρ. δοτ. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἀμώντεσσι, Θεόκρ. 10. 16: παρατ. [[ἤμων]] Ἰλ.: μέλλ. ἀμήσω, Ἡσ., Ἡρόδ., Ἀριστοφ.: ἀόρ. ἤμησα, Ἡσ., Αἰσχύλ., Ἐπ. ἄμησα (δι-), Ἰλ.: - Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.: μέλλ. ἀμήσομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 550, (ἐξ-), Εὐρ.: Ἐπ. ἀόρ. ἀμήσατο (ἐπ, κατ-), Ὅμ.: - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἀμηθείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 216: πρκμ. ἤμημαι (ἐξ-), Σοφ. Αἴ. 1179. Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] λαμβάνει τὴν αὔξησιν παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τὰ σύνθετα, ἴδε Ἰλ. Γ. 359., Ω. 165, Ὀδ. Ε. 482. (Παρ’ Ὁμ. τὸ α τῆς πρώτης συλλαβ. τοῦ [[ἀμάω]] [[εἶναι]] [[πάντοτε]] [[μακρόν]], ἐκτὸς ἐν Ὀδ. Ι. 247, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀματὴρ καὶ [[ἄμητος]]‧ ἀλλὰ βραχὺ ἐν τοῖς συνθέτοις‧ ἴδε τὰ προμημονευθέντα χωρία‧ παρὰ τοῖς μεταγεν. [[ὅμως]] Ἐπ., ὁτὲ μὲν μακρὸν ὁτὲ δὲ βραχύ, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Θεόκρ. 10. 16 καὶ 50, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1183, πρὸς Θεόκρ. 11. 73. καὶ Καλλ. εἰς Δήμ. 137 κτλ.: παρ’ Ἀττ. βραχὺ ἔν τε τῷ ἁπλῷ ῥήματι καὶ τοῖς συνθέτοις). Ἡ πρώτη ἀπ’ ἀρχῆς [[σημασία]] τοῦ ποιητικοῦ τούτου ῥήματος, καθ’ ὅσον δεικνύει τοῦτο ἡ [[χρῆσις]], [[εἶναι]] ἡ τοῦ θερίζειν σῖτον, ἀπόλ.: [[ἤμων]] ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες, Ἰλ. Σ. 551‧ ἥμενος ἀμήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480‧ μεταφ., ἤμησαν [[καλῶς]], «ἔκαμαν τὴν τύχην των», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1044: - Οὕτω μετ’ αἰτιατ., [[μάλα]] κεν βαθὺ λήϊον ... εἰς ὥρας ἀμῷεν, Ὀδ. Ι. 135: πρβλ. Θεόγν. 107: ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον. Ἡρόδ. 6. 28, πρβλ. 4. 199: τἀλλότριον ἀμῶν [[θέρος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 392. β) μεταφ.: εἰράναν, ὃς ἄροσε, [[κεῖνος]] ἀμάσει, Καλλ. εἰς Δήμ. 137‧ ἐλευθερίαν ἤμησαν, ἐθέρισαν τοὺς καρποὺς τῆς ἐλευθερίας, Πλούτ. 2. 210Β. 2) [[καθόλου]], [[τέμνω]], [[ἀποτέμνω]], λαχνήεντ’ ὄροφον [[λειμωνόθεν]] ἀμήσαντες, Ἰλ. Ω 451‧ θαλλὸν ἀμάσας, Θεόκρ. 11. 73‧ καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, σχοῖνον ἀμησάμενος, Ἀνθ. Π. 4. 1, 26: - Μέσ., στάχυν ἀμήσονται, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 688: πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 164: ἀμῶνται, Κόϊντ. Σμ. 14. 199. 3) [[κατακόπτω]], κατασφάττω, κοινῶς: [[θερίζω]] (ἐν μάχῃ) ὡς τὸ Λατ. demetere, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1187, 1382, Ἀνθ. Π. 9. 362, 25‧ ἐκτὸς τούτου τὸ [[μέσον]] ἀναφέρεται ἐν τῷ Σοφ. (Ἀποσπ. 550) ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ: ἀμάσεται (Δωρ. μέλλ.) «ἀπὸ τῆς ἀμήσεως, οἰονεὶ σφάξει», Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. μεταχειρίζονται τὸν [[μέσον]] τύπον κατὰ τρόπον ἰδιάζοντα, [[συνάγω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος, κατέθηκε [δηλ. τὸ ἥμισυ τοῦ γάλακτος), «συνελὼν χερσὶ καὶ συναγαγὼν» (σχόλ.), Ὀδ. Ι. 247: οὕτω καί: ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται, Ἡσ. Θ. 599‧ «ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν θεριζόντων, [[οἷον]]: ἀθρόως ἀφαιροῦνται», Σχόλ. εἰς Θέογν., Ἡσ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859‧ ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ’ αὐτοῖς, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1305: - οὕτω καὶ κατ’ ἐνεργ. φωνήν: χερσὶν ἀμήσας ... κόνιν, συλλέξας διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐπιπάσας, Ἀνθ. Π. 7. 241. (Ἐκ τῆς √ ΑΜ παράγονται [[προσέτι]] [[ἄμητος]] καὶ ἀμητός, [[ἀμάλη]] καὶ [[ἄμαλλα]]‧ πρβλ. τὰς Λατ. λέξ. meto, messis‧ Παλ. Ὑψ. Γερμ. mâjan ([[θερίζω]], [[κόπτω]], Ἀγγλ. mow)‧ mâdari ([[θεριστής]], Ἀγγλ. mower), Α. Σ. mâven ([[θερίζω]]), κτλ., [[ὥστε]] τὸ α φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] εὐφων. - Αἱ σύστοιχοι λέξεις φαίνονται δεικνύουσαι ὅτι ἡ πρώτη [[ἔννοια]] ἦν ἡ τοῦ τέμνειν ἢ τοῦ θερίζειν καὶ δευτερεύουσα ἡ τῆς συγκομιδῆς. Ἡ [[ἔννοια]] τοῦ τέμνειν φαίνεται παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπδιαμάω, καὶ παρὰ Τραγ. ἐν τοῖς δι-, ἐξ-, καταμάω. Ἡ [[ἔννοια]] τῆς συγκομιδῆς καὶ τῆς συλλογῆς φαίνεται ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. τὰ σύνθετα ἐπ-, κατ-, συναμάομαι). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), Od.9.135, etc.; Ep. pres. part.
A ἀμάων A.R.3.1187, dat. pl. ἀμώντεσσι Theoc.10.16: impf. ἤμων Il.18.551: fut. ἀμήσω Hes. Op.480, Hdt.6.28: aor. ἤμησα Hes.Th.181, A.Ag.1044, Ep. ἄμησα (δι-) Il.3.359:—Med., Hes.Op.778, E.Fr.419: fut. ἀμήσομαι S.Fr. 625 (v. infr. 3), A.R.1.688:—Pass., aor. part. ἀμηθείς Nic.Al.216: pf. ἤμημαι (ἐξ-) S.Aj.1179. Simple Verb takes augm. in Hom., but not compds., v. Il.3.359, 24.165, Od.5.482. [Hom. has ᾱ in simple Verb, ᾰ in compds., Trag. always ᾰ; later, ᾱ Theoc.10.16,50, A.R. 1.1183, etc., ᾰ Theoc.11.73, Call.Cer.137, etc.]:—orig., reap corn, abs., ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551; ὑμνὸν ἀμάειν Hes.Op.392; θερίζειν καὶ ἀ. PHib.1.47.12 (iii B.C.); ἥμενος ἀμήσεις Hes.Op.480: metaph., ἤμησαν καλῶς they reaped abundantly, A.Ag. 1044: c.acc., μάλα κεν βαθὺ λήϊον . . εἰς ὥρας ἀμῷεν Od.9.135, cf. Thgn. 107; ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον Hdt.6.28, cf. 4.199; τἀλλότριον ἀρῶν θέρος Ar.Eq.392. b metaph., ἐλευθερίαν ἀμώμεθα Plu.2.210b. 2 generally, cut, λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες Il.24.451; θαλλὸν ἀμάσας Theoc.11.73:—Med., σχοῖνον ἀμησάμενος AP4.1.26 (Mel.); στάχυν ἀμήσονται A.R.1.688, cf. Call.Dian.164; ἀμῶνται Q.S.14.199. 3 mow down in battle. A.R.3.1187,1<*>82, AP9.362.25: fut. Med. ἀμάσεται is cited from S. (Fr.625) in this sense by Hsch.
ἀμάω (B), mostly Ep. in Med.,
A draw, gather (cf. ἐξ-, ἐπ-, καταμάομαι), ταλάροισιν ἀμησάμενοι [γάλα] Od.9.247, cf. A.R.3.859; ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599; ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ' αὐτοῖς A.R.1.1305: metaph., ἀρετήν Jul.Or.5.169b:—Act., χερσὶν ἀμήσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν, of a mourner, pouring dust on his head, AP7.241 (Antip.).—Poet. and later Prose. (Cl. Lith. sémti 'draw (water)'.)
German (Pape)
[Seite 118] mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριθοι ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόθεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 μάλα κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v. l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v. l. πονησάμενος; – τὸν σῖτον Her. 6, 28; θὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für θερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; καλῶς ἤμησαν, hatten Glück; θαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσθαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασθαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κόνις. sie bedeckt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάω: Ὀδ., Ἡσ.: Δωρ. δοτ. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἀμώντεσσι, Θεόκρ. 10. 16: παρατ. ἤμων Ἰλ.: μέλλ. ἀμήσω, Ἡσ., Ἡρόδ., Ἀριστοφ.: ἀόρ. ἤμησα, Ἡσ., Αἰσχύλ., Ἐπ. ἄμησα (δι-), Ἰλ.: - Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.: μέλλ. ἀμήσομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 550, (ἐξ-), Εὐρ.: Ἐπ. ἀόρ. ἀμήσατο (ἐπ, κατ-), Ὅμ.: - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἀμηθείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 216: πρκμ. ἤμημαι (ἐξ-), Σοφ. Αἴ. 1179. Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα λαμβάνει τὴν αὔξησιν παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τὰ σύνθετα, ἴδε Ἰλ. Γ. 359., Ω. 165, Ὀδ. Ε. 482. (Παρ’ Ὁμ. τὸ α τῆς πρώτης συλλαβ. τοῦ ἀμάω εἶναι πάντοτε μακρόν, ἐκτὸς ἐν Ὀδ. Ι. 247, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀματὴρ καὶ ἄμητος‧ ἀλλὰ βραχὺ ἐν τοῖς συνθέτοις‧ ἴδε τὰ προμημονευθέντα χωρία‧ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὅμως Ἐπ., ὁτὲ μὲν μακρὸν ὁτὲ δὲ βραχύ, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Θεόκρ. 10. 16 καὶ 50, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1183, πρὸς Θεόκρ. 11. 73. καὶ Καλλ. εἰς Δήμ. 137 κτλ.: παρ’ Ἀττ. βραχὺ ἔν τε τῷ ἁπλῷ ῥήματι καὶ τοῖς συνθέτοις). Ἡ πρώτη ἀπ’ ἀρχῆς σημασία τοῦ ποιητικοῦ τούτου ῥήματος, καθ’ ὅσον δεικνύει τοῦτο ἡ χρῆσις, εἶναι ἡ τοῦ θερίζειν σῖτον, ἀπόλ.: ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες, Ἰλ. Σ. 551‧ ἥμενος ἀμήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480‧ μεταφ., ἤμησαν καλῶς, «ἔκαμαν τὴν τύχην των», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1044: - Οὕτω μετ’ αἰτιατ., μάλα κεν βαθὺ λήϊον ... εἰς ὥρας ἀμῷεν, Ὀδ. Ι. 135: πρβλ. Θεόγν. 107: ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον. Ἡρόδ. 6. 28, πρβλ. 4. 199: τἀλλότριον ἀμῶν θέρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 392. β) μεταφ.: εἰράναν, ὃς ἄροσε, κεῖνος ἀμάσει, Καλλ. εἰς Δήμ. 137‧ ἐλευθερίαν ἤμησαν, ἐθέρισαν τοὺς καρποὺς τῆς ἐλευθερίας, Πλούτ. 2. 210Β. 2) καθόλου, τέμνω, ἀποτέμνω, λαχνήεντ’ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, Ἰλ. Ω 451‧ θαλλὸν ἀμάσας, Θεόκρ. 11. 73‧ καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, σχοῖνον ἀμησάμενος, Ἀνθ. Π. 4. 1, 26: - Μέσ., στάχυν ἀμήσονται, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 688: πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 164: ἀμῶνται, Κόϊντ. Σμ. 14. 199. 3) κατακόπτω, κατασφάττω, κοινῶς: θερίζω (ἐν μάχῃ) ὡς τὸ Λατ. demetere, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1187, 1382, Ἀνθ. Π. 9. 362, 25‧ ἐκτὸς τούτου τὸ μέσον ἀναφέρεται ἐν τῷ Σοφ. (Ἀποσπ. 550) ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ: ἀμάσεται (Δωρ. μέλλ.) «ἀπὸ τῆς ἀμήσεως, οἰονεὶ σφάξει», Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. μεταχειρίζονται τὸν μέσον τύπον κατὰ τρόπον ἰδιάζοντα, συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος, κατέθηκε [δηλ. τὸ ἥμισυ τοῦ γάλακτος), «συνελὼν χερσὶ καὶ συναγαγὼν» (σχόλ.), Ὀδ. Ι. 247: οὕτω καί: ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται, Ἡσ. Θ. 599‧ «ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν θεριζόντων, οἷον: ἀθρόως ἀφαιροῦνται», Σχόλ. εἰς Θέογν., Ἡσ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859‧ ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ’ αὐτοῖς, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1305: - οὕτω καὶ κατ’ ἐνεργ. φωνήν: χερσὶν ἀμήσας ... κόνιν, συλλέξας διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐπιπάσας, Ἀνθ. Π. 7. 241. (Ἐκ τῆς √ ΑΜ παράγονται προσέτι ἄμητος καὶ ἀμητός, ἀμάλη καὶ ἄμαλλα‧ πρβλ. τὰς Λατ. λέξ. meto, messis‧ Παλ. Ὑψ. Γερμ. mâjan (θερίζω, κόπτω, Ἀγγλ. mow)‧ mâdari (θεριστής, Ἀγγλ. mower), Α. Σ. mâven (θερίζω), κτλ., ὥστε τὸ α φαίνεται ὅτι εἶναι εὐφων. - Αἱ σύστοιχοι λέξεις φαίνονται δεικνύουσαι ὅτι ἡ πρώτη ἔννοια ἦν ἡ τοῦ τέμνειν ἢ τοῦ θερίζειν καὶ δευτερεύουσα ἡ τῆς συγκομιδῆς. Ἡ ἔννοια τοῦ τέμνειν φαίνεται παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπδιαμάω, καὶ παρὰ Τραγ. ἐν τοῖς δι-, ἐξ-, καταμάω. Ἡ ἔννοια τῆς συγκομιδῆς καὶ τῆς συλλογῆς φαίνεται ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. τὰ σύνθετα ἐπ-, κατ-, συναμάομαι).