ἥλιος: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(13_7_2) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1162.png Seite 1162]] ὁ, poet. [[ἠέλιος]], u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. [[ἅλιος]] u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die <b class="b2">Sonne</b>, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσθαι, andere Dichter [[ἀνέρχομαι]], [[τέλλω]], in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσθαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ [[φέγγος]] ἡλίου κατέφθιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; [[ἐκλείπω]], [[ἔκλειψις]], von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, [[δύσις]], [[φάος]], [[φέγγος]], [[αἴγλη]], αὐγαί, [[σέλας]], [[ἀκτίς]], βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι [[πόληες]] Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνθρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]] u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελθών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, [[ἥλιος]] [[πολύς]] Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ [[πνῖγος]] ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1162.png Seite 1162]] ὁ, poet. [[ἠέλιος]], u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. [[ἅλιος]] u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die <b class="b2">Sonne</b>, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσθαι, andere Dichter [[ἀνέρχομαι]], [[τέλλω]], in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσθαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ [[φέγγος]] ἡλίου κατέφθιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; [[ἐκλείπω]], [[ἔκλειψις]], von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, [[δύσις]], [[φάος]], [[φέγγος]], [[αἴγλη]], αὐγαί, [[σέλας]], [[ἀκτίς]], βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι [[πόληες]] Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνθρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου [[ἀνατολάς]] u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελθών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, [[ἥλιος]] [[πολύς]] Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ [[πνῖγος]] ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἥλιος''': ὁ, Δωρ, [[ἅλιος]] (Σοφ. Τρ. 96, Ἠλ. 824), Ἐπ. [[ἠέλιος]], ὡς ἀείποτε παρ᾿ Ὁμ. ([[πλήν]] ἐν Ὀδ. Θ. 271, [[ἔνθα]] κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὡς κυρ. ὄν.) καὶ Ἡσ.· Δωρ. [[ἀέλιος]] παρὰ Πίνδ., Καλλ., καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Σοφ. καὶ Εὐρ., ἴδε [[ἀέλιος]]· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁ [[ἥλιος]]. Περὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὰ ῥήμ. ἀνιέναι, ἀνορούειν, καὶ (ἐν Ὀδ. Κ. 192) ἀνανέεσθαι· οἱ δὲ [[μετέπειτα]] συγγραφεῖς τὰ ἀνατέλλειν (πρβλ. [[ἀνατολή]], [[τέλλω]]), ἀνίσχειν, κτλ.· περὶ τῆς δύσεως, δῦναι, καταδῦναι, συνήθως κατὰ μετοχ. (πρβλ. [[δύσις]])· ― [[φάος]] ἠελίοιο, ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, ζῆν, Ἰλ. Σ. 61, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ᾿ ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι Ἰλ. Δ. 44· οὕτω, γυνὴ τῶν ὑφ᾿ ἡλίῳ ἀρίστη Εὐρ. Ἀλκ. 151· οὐκέτ᾿ εἰνι ὑφ᾿ ἡλίῳ, δὲν ζῶ πλέον, [[αὐτόθι]] 394· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο Θουκ. 2. 102· ὑπὸ τὸν ἥλιον Δημ. 316. 16, κτλ. Ὁ Ὅμ. παριστάνει τὸν ἥλιον ὡς ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ [[πάλιν]] βυθιζόμενον εἰς τὸν Ὠκεανόν, Ἰλ. Η. 422, Θ, 485, Σ. 239, Ὀδ. Γ. 1, Κ. 191, Τ. 433, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 68· νεώτεροι ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς φερόμενον ἐκ δυσμῶν εἰς τὴν ἀνατολὴν διὰ μέσου τοῦ Ὠκεανοῦ ἐντὸς χρυσοῦ ποτηρίου, Μίμνερμ. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6· [[ἐπειδὰν]] ἥλ. τραπῇ, ἐπὶ τῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 416. ― Ὁ [[ἥλιος]] παρέσχε τὸν ἀρχαιότατον τρόπον προσδιορισμοῦ τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος· [[ἐντεῦθεν]], πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, πρὸς ἀνατολάς, ἀντιθ. πρὸς ζόφον, [[διότι]] ὁ Ὅμ. ἐσημείου μόνον δύο σημεῖα, ἀνατολὴν καὶ δύσιν (ἴδε ἐν λ. [[ζόφος]]), εἴτ᾿ ἐπὶ δεξι᾿ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, εἴτ ἐπ’ ἀριστερὰ τοίγε [[ποτὶ]] ζόφον ἠερόεντα Ἰλ. Μ. 239, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Ι. 26· ὅσσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε, ἠδ’ ὅσσοι [[μετόπισθε]] [[ποτὶ]] ζόφον Ὀδ. Ν. 240· ὁ Ἡρόδ. 7. 58 [[ὡσαύτως]] ἀντιτάσσει: πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς πρὸς τὸ πρὸς ἑσπέρην, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατάλλοντα [[αὐτόθι]] 4. 40· οἱ ἀπ’ ἡλίου ἀνατολέων, οἱ ἐξ ἀνατολῶν.., ὁ αὐτ. 7. 70· πρβλ. [[ἀπηλιώτης]], ὁ ἐξ ἀνατολῶν [[ἄνεμος]]. Παρὰ μετγν. συγγραφ., πρὸς ἥλιον, ἦτο ἡ [[μεσημβρία]]· πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Κ. 190. 2) [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. sol, Σοφ. Ἠλ. 424, Πίνδ. Ο. 13. 51, Εὐρ. Ἑλ. 652, Ψευδολουκ. Φιλοπάρτ. 4. 26, κτλ.· βραδύτερον = [[ἔτος]], Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 591. 32, πρβλ. Sillig Catull. 5. 4., 8. 3. 8. 3) φῶς τοῦ ἡλίου, [[θερμότης]] [[αὐτοῦ]], [[ἥλιος]] πολὺς Λουκ. Πλοίῳ 35, πρβλ. Ἑρμοτ. 25· πολὺν τὸν ἥλιον ἐμφαίνειν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλιοκαοῦς, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδ. 3, Ρητ. Διδασκ. 9· ― ἐν τῷ πληθ., ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 22· οὕτω θερμαί, πλήρεις ἡλίου ἡμέραι, ὡς τὸ Λατ. soles, Θουκ. 7. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 5, 9. 4) μεταφ., φῶς, [[χαρά]], [[εὐτυχία]], τῆς ψυχῆς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι Ἀρτεμίδ. 2. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἥλιος, ὁ θεὸς τοῦ ἡλίου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ [[εἶναι]] [[πολλάκις]] ἀμφίβολον ἂν ἐννοεῖ τὸν ἥλιον ἢ τὸν θεὸν [[αὐτοῦ]]. ― Ὁ Wolf προτιμᾷ τὸ κύριον [[ὄνομα]], ἔτι καὶ ἐν τῷ πρὸς Ἠῶ τε Ἠέλιόν τε, [[διότι]] οἱ Ἕλληνες ὑπερηγάπων τὴν προσωποποιΐαν. Ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ αὐτὸν υἱὸν τοῦ Ὑπερίονος. Βραδύτερον ὁ Ἥλιος ταυτίζεται [[μετὰ]] τοῦ Ἀπόλλωνος ἢ Φοίβου, Αἰσχύλ. Θήβ. 859, κτλ., πρβλ. Cic. N. D. 2. 27, κτλ. (Ὁ παλαιὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ἀϝέλιος (ἀβέλιον· ἥλιον, Κρῆτες Ἡσύχ.)· πρβλ. τὸ ἀρχ. Λατ. Auselius (ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]]) συγγενὲς τῷ aurora (ausosa), [[αὔως]], ἠώς. ― Ἡ ἑτέρα [[λέξις]] ἡ σημαίνουσα τὸν ἥλιον, [[σείριος]], Λατ. Sol, πιθ. ἀνήκει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν, Curt. Gr. Et. ἀρ. 612). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Ep. ἠέλιος, as always in Hom. (exc. in the late passage Od.8.271) and Hes., cf. Hp.Alim.42: Dor. ἀέλιος [ᾱ] Pi.P.4.144, Call. Cer.92, Lav.Pall.89, and lyr. in Trag., S.Ant.809, E.Ph.175, al., but ἅλιος [ᾱ], S.Tr.96, E.Alc.395 (ᾰέλιος S.Tr.835): Cret. ἀβέλιος (i.e. ἀϝ-), Hsch.: Aeol. ἀέλιος Sapph.79(= Oxy.1787Fr.1.25), Supp.25.7; ἄλιος Sapph.69 (s.v.l.): Arc. ἀέλιος (or ἁ-) IG5(2).4.12 (Tegea, iv B.C.):—
A sun, Il.7.421, etc.; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο to see the light of life, live, 18.61, etc.; ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι 4.44; γυνὴ . . ἀρίστη τῶν ὑφ' ἡλίῳ E.Alc.151; οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ ib.395; also ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Th.2.102; οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι D.18.270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥ. μεγίστων ἡγεμονιῶν Plu.Luc.30: prov., οὐδ' ὁ ἥ. εἴσεται Hld.7.21; ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ (sc. ὅμοιος) a pale reflection, Com.Adesp.5.15D. 2 to determine the cardinal points, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε towards the East, opp. πρὸς ζόφον: εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Il. 12.239, cf. Od.9.26; ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, ἠδ' ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον 13.240; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, opp. πρὸς ἑσπέρην, Hdt.7.58; τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα Id.4.40; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες the eastern . ., Id.7.70. 3 day, S.El. 424; a day, Pi.O.13.37, Hp.Alim.42, E.Hel.652(pl.), Ps.-Luc.Philopatr. 4,26, etc.; later, year, Herod.10.1. 4 sunshine, sun's heat, ἐπὶ τοῖς ὄρεσιν Pl.Phd.116e; ἥ. πολύς Luc.Nav.35, cf.Herm.25; πολὺντὸν ἥ. ἐμφαίνειν, of a sunburnt person, Id.Ind.3, cf. Rh.Pr.9: pl., sunbeams, Thphr.Sign.22, Ael.NA16.17; hot sunny days, Th.7.87. 5 metaph., sunshine, brightness, ψυχῆς Plu.2.994e, cf. Artem.2.36, etc.; of a person, Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον IG14.1188; of Ptol. VI, UPZ15.33; νέος Ἥ., of Nero and Caligula, SIG814.34, 798.3. II as pr. n., Helios, the sun-god, Od.8.271, etc.; νὴ τὸν Ἥ. Men.Sam. 108; ὑπὸ Δία Γῆν Ἥλιον, in manumission-formula, POxy.48.6, 49.8 (i A.D.), IG9(1).412 (Aetolia), IPE2.54.10(iii A.D.); [Ἥλιος] δούλους ἐλευθέρους ποιεῖ Artem.2.36; identified with Apollo, Carm.Pop.12, E.Fr.781.11; with Dionysus, D.Chr.31.11, etc. 2 Ἡλίου ἀστήρ, of the planet Saturn, v.l. in Pl.Epin.987c, cf. D.S.2.30, Theo Sm. p.130H. (I.-E. sāwelios, cf. Cret. ἀβέλιος, Lith. sáulė, Lat. sōl.)
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, poet. ἠέλιος, u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. ἅλιος u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die Sonne, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσθαι, andere Dichter ἀνέρχομαι, τέλλω, in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσθαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; ἐκλείπω, ἔκλειψις, von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, δύσις, φάος, φέγγος, αἴγλη, αὐγαί, σέλας, ἀκτίς, βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι πόληες Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνθρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελθών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, ἥλιος πολύς Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἥλιος: ὁ, Δωρ, ἅλιος (Σοφ. Τρ. 96, Ἠλ. 824), Ἐπ. ἠέλιος, ὡς ἀείποτε παρ᾿ Ὁμ. (πλήν ἐν Ὀδ. Θ. 271, ἔνθα κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὡς κυρ. ὄν.) καὶ Ἡσ.· Δωρ. ἀέλιος παρὰ Πίνδ., Καλλ., καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Σοφ. καὶ Εὐρ., ἴδε ἀέλιος· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁ ἥλιος. Περὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὰ ῥήμ. ἀνιέναι, ἀνορούειν, καὶ (ἐν Ὀδ. Κ. 192) ἀνανέεσθαι· οἱ δὲ μετέπειτα συγγραφεῖς τὰ ἀνατέλλειν (πρβλ. ἀνατολή, τέλλω), ἀνίσχειν, κτλ.· περὶ τῆς δύσεως, δῦναι, καταδῦναι, συνήθως κατὰ μετοχ. (πρβλ. δύσις)· ― φάος ἠελίοιο, ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, ζῆν, Ἰλ. Σ. 61, κτλ.· ὡσαύτως, ὑπ᾿ ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι Ἰλ. Δ. 44· οὕτω, γυνὴ τῶν ὑφ᾿ ἡλίῳ ἀρίστη Εὐρ. Ἀλκ. 151· οὐκέτ᾿ εἰνι ὑφ᾿ ἡλίῳ, δὲν ζῶ πλέον, αὐτόθι 394· ὡσαύτως, ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο Θουκ. 2. 102· ὑπὸ τὸν ἥλιον Δημ. 316. 16, κτλ. Ὁ Ὅμ. παριστάνει τὸν ἥλιον ὡς ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ πάλιν βυθιζόμενον εἰς τὸν Ὠκεανόν, Ἰλ. Η. 422, Θ, 485, Σ. 239, Ὀδ. Γ. 1, Κ. 191, Τ. 433, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 68· νεώτεροι ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς φερόμενον ἐκ δυσμῶν εἰς τὴν ἀνατολὴν διὰ μέσου τοῦ Ὠκεανοῦ ἐντὸς χρυσοῦ ποτηρίου, Μίμνερμ. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6· ἐπειδὰν ἥλ. τραπῇ, ἐπὶ τῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 416. ― Ὁ ἥλιος παρέσχε τὸν ἀρχαιότατον τρόπον προσδιορισμοῦ τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος· ἐντεῦθεν, πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, πρὸς ἀνατολάς, ἀντιθ. πρὸς ζόφον, διότι ὁ Ὅμ. ἐσημείου μόνον δύο σημεῖα, ἀνατολὴν καὶ δύσιν (ἴδε ἐν λ. ζόφος), εἴτ᾿ ἐπὶ δεξι᾿ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, εἴτ ἐπ’ ἀριστερὰ τοίγε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Ἰλ. Μ. 239, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Ι. 26· ὅσσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε, ἠδ’ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον Ὀδ. Ν. 240· ὁ Ἡρόδ. 7. 58 ὡσαύτως ἀντιτάσσει: πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς πρὸς τὸ πρὸς ἑσπέρην, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατάλλοντα αὐτόθι 4. 40· οἱ ἀπ’ ἡλίου ἀνατολέων, οἱ ἐξ ἀνατολῶν.., ὁ αὐτ. 7. 70· πρβλ. ἀπηλιώτης, ὁ ἐξ ἀνατολῶν ἄνεμος. Παρὰ μετγν. συγγραφ., πρὸς ἥλιον, ἦτο ἡ μεσημβρία· πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Κ. 190. 2) ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. sol, Σοφ. Ἠλ. 424, Πίνδ. Ο. 13. 51, Εὐρ. Ἑλ. 652, Ψευδολουκ. Φιλοπάρτ. 4. 26, κτλ.· βραδύτερον = ἔτος, Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 591. 32, πρβλ. Sillig Catull. 5. 4., 8. 3. 8. 3) φῶς τοῦ ἡλίου, θερμότης αὐτοῦ, ἥλιος πολὺς Λουκ. Πλοίῳ 35, πρβλ. Ἑρμοτ. 25· πολὺν τὸν ἥλιον ἐμφαίνειν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλιοκαοῦς, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδ. 3, Ρητ. Διδασκ. 9· ― ἐν τῷ πληθ., ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 22· οὕτω θερμαί, πλήρεις ἡλίου ἡμέραι, ὡς τὸ Λατ. soles, Θουκ. 7. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 5, 9. 4) μεταφ., φῶς, χαρά, εὐτυχία, τῆς ψυχῆς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι Ἀρτεμίδ. 2. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, Ἥλιος, ὁ θεὸς τοῦ ἡλίου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ εἶναι πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἐννοεῖ τὸν ἥλιον ἢ τὸν θεὸν αὐτοῦ. ― Ὁ Wolf προτιμᾷ τὸ κύριον ὄνομα, ἔτι καὶ ἐν τῷ πρὸς Ἠῶ τε Ἠέλιόν τε, διότι οἱ Ἕλληνες ὑπερηγάπων τὴν προσωποποιΐαν. Ὁ Ὅμηρος θεωρεῖ αὐτὸν υἱὸν τοῦ Ὑπερίονος. Βραδύτερον ὁ Ἥλιος ταυτίζεται μετὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ἢ Φοίβου, Αἰσχύλ. Θήβ. 859, κτλ., πρβλ. Cic. N. D. 2. 27, κτλ. (Ὁ παλαιὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ἀϝέλιος (ἀβέλιον· ἥλιον, Κρῆτες Ἡσύχ.)· πρβλ. τὸ ἀρχ. Λατ. Auselius (ἀνατολικὸς ἄνεμος) συγγενὲς τῷ aurora (ausosa), αὔως, ἠώς. ― Ἡ ἑτέρα λέξις ἡ σημαίνουσα τὸν ἥλιον, σείριος, Λατ. Sol, πιθ. ἀνήκει εἰς ἄλλην ῥίζαν, Curt. Gr. Et. ἀρ. 612).