δνοφερός: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] <b class="b2">dunkel, finster</b>; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ [[μάλα]] δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 [[κρήνη]] [[μελάνυδρος]], ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει [[ὕδωρ]]; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; [[ἀχλύς]] Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; [[δόμος]] Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); [[θύελλα]] Orph. Arg. 1187; auch übertr., [[κῆδος]] Pind. P. 4, 112; [[πένθος]] Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] <b class="b2">dunkel, finster</b>; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ [[μάλα]] δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 [[κρήνη]] [[μελάνυδρος]], ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει [[ὕδωρ]]; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; [[ἀχλύς]] Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; [[δόμος]] Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); [[θύελλα]] Orph. Arg. 1187; auch übertr., [[κῆδος]] Pind. P. 4, 112; [[πένθος]] Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''δνοφερός''': -ά, -όν, [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], [[ἀμαυρός]], νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ [[ὕδωρ]] Ἰλ. Ι. 15˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ [[πένθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - [[λέξις]] ποιητική˙ [[ἀλλά]], τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφερός Medium diacritics: δνοφερός Low diacritics: δνοφερός Capitals: ΔΝΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: dnopherós Transliteration B: dnopheros Transliteration C: dnoferos Beta Code: dnofero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A dark, murky, νύξ Od.13.269; ὕδωρ Il.9.15, cf. Thgn.243; ἀχλύς A. Eu.379 (lyr.); κατὰ δ. γᾶς E.IT1266 (lyr.), etc.: metaph., δ. κᾶδος Pi.P.4.112; πένθος A.Pers.536 (lyr.).—Poet. word; but τὸ δνοφερόν gloom, Hp.Morb.Sacr.16.

German (Pape)

[Seite 651] dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); θύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένθος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ ὕδωρ Ἰλ. Ι. 15˙ ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ πένθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - λέξις ποιητική˙ ἀλλά, τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.