μυσάττομαι: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mysattomai | |Transliteration C=mysattomai | ||
|Beta Code=musa/ttomai | |Beta Code=musa/ttomai | ||
|Definition=fut. μυσαχθήσομαι Luc.''DMeretr.''11.3: aor. ἐμυσάχθην E.''Med.''1149, Luc.''Somn.''8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: ([[μύσος]]):—[[feel disgust at]], [[loathe]], c. acc., Hp.''Morb.''2.48, E.l.c., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.''Prom.Es''4. | |Definition=fut. μυσαχθήσομαι Luc.''DMeretr.''11.3: aor. ἐμυσάχθην [[Euripides|E.]], ''[[Medea|Med.]]'' 1149, Luc.''Somn.''8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: ([[μύσος]]):—[[feel disgust at]], [[loathe]], c. acc., Hp.''Morb.''2.48, E.l.c., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.''Prom.Es''4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:41, 20 December 2024
English (LSJ)
fut. μυσαχθήσομαι Luc.DMeretr.11.3: aor. ἐμυσάχθην E., Med. 1149, Luc.Somn.8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: (μύσος):—feel disgust at, loathe, c. acc., Hp.Morb.2.48, E.l.c., X.Cyr.1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 222] dep. pass., Abscheu u. Ekel wie vor etwas Unreinem empfinden, übh. verabscheuen, VLL. erkl. δυσχεραίνειν, ἀποστρέφεσθαι; παίδων μυσαχθεῖσ' εἰσόδους, Eur. Med. 1149; Xen. Cyr. 1, 3, 5; τὴν ἀηδίαν μυσαχθείς, Luc. bis acc. 21; μυσαχθήσόμενος, D. Mer. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
f. μυσαχθήσομαι, ao. ἐμυσάχθην, pf. inus.
éprouver de l'horreur ou de l'aversion : ἐπί τινι, pour qch ; τι, avoir qch en horreur.
Étymologie: μύσος.
Russian (Dvoretsky)
μῠσάττομαι: (fut. μυσαχθήσομαι, aor. ἐμυσάχθην) испытывать отвращение, содрогаться от ужаса (ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.): παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους Eur. содрогнувшись от ужаса при входе детей.
Greek (Liddell-Scott)
μῠσάττομαι: μέλλ. μυσαχθήσομαι Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 3· ἀόρ. ἐμυσάχθην Θεμίστ. 19, ὑποτ. μυσαχθῇς Λουκ. Ἐνύπν. 8, μετοχ. μυσαχθεὶς Εὐρ. Μήδ. 1149, Λουκ. Δὶς Κατ. 21: ἀποθ.: (μύσος). Βδελύττομαι, ἀποστρέφομαι, σικχαίνομαι, μετ’ αἰτιατ., Ἱππ. 477. 25, Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἐπί τινι Λουκ. Προμ. 4. - Τὸ ἐνεργ. μυσάττω μόνον παρ’ Ἡσύχ., παρὰ δὲ Ἀκύλᾳ (Α΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 26) μυσάζω.
Greek Monolingual
μυσάττομαι (Α)
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσ-ακ-jομαι < θ. μυσ- του μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση -ακ. Ο χαρακτήρας -κ- του θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα του ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά σύμφωνα -γ- και -χ-: μύσαγμα, μυσαχνός (πρβλ. βδελύττομαι - βδέλυγμα - βδελυχρός)].
Greek Monotonic
μῠσάττομαι: (μύσος), μέλ. μυσαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυσάχθην, αποθ.· αισθάνομαι αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
μῠσάττομαι, μύσος
Dep.: to feel disgust at anything loathsome, to loathe, abominate, c. acc., Eur., Xen.
Mantoulidis Etymological
(=σιχαίνομαι, ἀποστρέφομαι). Ἀπό τό μύσος (=βρωμιά)-μυδ+σ+ος ἀπό τό μύζω (2. βυζαίνω). Θέμα μυσάγ + j + ο-μαι = μυσάττομαι.
Παράγωγα: μύσαγμα, μυσακτέον, μυσαρός μυσερός μυσαχθής, μυσαρότης.