πρωί: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
(No difference)

Revision as of 05:57, 4 October 2024

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].

Middle Liddell

[πρό]
1. early in the day, early, at morn, Il.; c. gen., πρωὶ ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ early next morning, Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.
2. generally, betimes, early, in good time, Lat. mature, tempestive, Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.
3. = πρὸ καιροῦ, too soon, too early, πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of comparison from its deriv. adj. πρώιος, comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, Attic πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, Thuc., etc.