περιΐστημι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(13_7_3b)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] (s. [[ἵστημι]]), 1) act., <b class="b2">herumstellen</b>, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον [[πανταχόθεν]], 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, <b class="b2">verändern</b>, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ [[πολίτευμα]], Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ [[μνήμη]] τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; [[μήπως]] με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. [[εἴπερ]] [[πεντήκοντα]] λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' [[ὅμιλος]], Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα [[περιστάθη]], Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; [[ὑμεῖς]] δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος [[ἔξωθεν]] πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς [[ὄχλος]] περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, [[φόβος]] περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch [[τοὐναντίον]] περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage <b class="b2">hineingerathen</b>, sich zum Schlechten ändern, um <b class="b2">schlagen</b>, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ [[τύχη]], Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ [[πόλεμος]] φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον [[σωφροσύνη]], unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν [[ἀβουλία]] φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ [[πρόνοια]] [[ἰδίᾳ]] πρὸς ἑκάτερον [[μέρος]] ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher [[ἐνθάδε]] τὸ [[ἐναντίον]] περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]] τὴν σωτηρίαν [[γενέσθαι]], Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς [[τοὐναντίον]] περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ [[τέλος]] τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς [[τόδε]] ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] (s. [[ἵστημι]]), 1) act., <b class="b2">herumstellen</b>, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον [[πανταχόθεν]], 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, <b class="b2">verändern</b>, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ [[πολίτευμα]], Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ [[μνήμη]] τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; [[μήπως]] με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. [[εἴπερ]] [[πεντήκοντα]] λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' [[ὅμιλος]], Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα [[περιστάθη]], Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; [[ὑμεῖς]] δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος [[ἔξωθεν]] πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς [[ὄχλος]] περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, [[φόβος]] περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch [[τοὐναντίον]] περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage <b class="b2">hineingerathen</b>, sich zum Schlechten ändern, um <b class="b2">schlagen</b>, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ [[τύχη]], Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ [[πόλεμος]] φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον [[σωφροσύνη]], unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν [[ἀβουλία]] φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ [[πρόνοια]] [[ἰδίᾳ]] πρὸς ἑκάτερον [[μέρος]] ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher [[ἐνθάδε]] τὸ [[ἐναντίον]] περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]] τὴν σωτηρίαν [[γενέσθαι]], Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς [[τοὐναντίον]] περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ [[τέλος]] τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς [[τόδε]] ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
}}
{{bailly
|btext=<b>A.</b> <i>tr. (prés., impf., f., ao.</i> περιέστησα, <i>pf.</i> περιέστακα);<br /><b>I.</b> établir autour : [[στράτευμα]] περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d’une ville (pour l’assiéger);<br /><b>II.</b> faire tourner <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> convertir;<br /><b>2</b> tourner vers, diriger : λόγον [[εἰς]] ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;<br /><b>3</b> détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;<br /><b>B.</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> [[περιέστην]], <i>au pf.</i> [[περιέστηκα]], <i>au Pass. et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> se dresser autour, se tenir autour : [[κῦμα]] [[περιστάθη]] <i>poét.</i> OD une vague se dressa autour ; <i>avec</i> l’acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ’ [[ὅμιλος]] IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. [[τι]] κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;<br /><b>2</b> <i>avec idée d’hostilité</i> entourer, cerner : τινα, qqn pour l’attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; <i>fig.</i> presser <i>ou</i> menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l’état fâcheux des affaires;<br /><b>3</b> se tourner, se transformer, se modifier ; [[τοὐναντίον]] περιέστη [[αὐτῷ]] THC l’événement tourna contrairement à ce qu’il pensait ; [[ἐνταῦθα]] τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ [[πρότερον]] [[σωφροσύνη]] [[νῦν]] [[ἀβουλία]] φαινομένη THC notre circonspection d’autrefois s’est transformée et se montre maintenant de l’irréflexion;<br /><b>4</b> se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιΐσταμαι (<i>f.</i> περιστήσομαι);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d’hommes armés de bâtons;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tourner, aboutir à : [[εἰς]] ἕνα περιστήσεται τὸ [[κράτος]] PLUT le pouvoir passera aux mains d’un seul.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 577] (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόθεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.

French (Bailly abrégé)

A. tr. (prés., impf., f., ao. περιέστησα, pf. περιέστακα);
I. établir autour : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d’une ville (pour l’assiéger);
II. faire tourner fig. :
1 convertir;
2 tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;
3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;
B. intr. (à l’ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au Pass. et au Moy.);
1 se dresser autour, se tenir autour : κῦμα περιστάθη poét. OD une vague se dressa autour ; avec l’acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ’ ὅμιλος IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;
2 avec idée d’hostilité entourer, cerner : τινα, qqn pour l’attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; fig. presser ou menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l’état fâcheux des affaires;
3 se tourner, se transformer, se modifier ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ THC l’événement tourna contrairement à ce qu’il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη THC notre circonspection d’autrefois s’est transformée et se montre maintenant de l’irréflexion;
4 se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;
Moy. περιΐσταμαι (f. περιστήσομαι);
1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d’hommes armés de bâtons;
2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος PLUT le pouvoir passera aux mains d’un seul.
Étymologie: περί, ἵστημι.