ὀρθοδοξία: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοδοξία''': ἡ ὀρθὴ γνώμη, [[δοξασία]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ [[δοξασία]] περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, [[οὕτως]] ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ. | |lstext='''ὀρθοδοξία''': ἡ ὀρθὴ γνώμη, [[δοξασία]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ [[δοξασία]] περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, [[οὕτως]] ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀρθοδοξία]]) [[ορθοδοξώ]]<br /><b>1.</b> η ορθή [[δοξασία]], η ορθή [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> το [[ορθό]] θρησκευτικό [[δόγμα]], η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική [[πίστη]] η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, [[φύλακας]] της οποίας [[είναι]] η Εκκλησία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών ορθόδοξων χριστιανών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η πιστή [[προσήλωση]] στις βασικές αρχές ενός δόγματος, [[ιδίως]] πολιτικού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[διδασκαλία]] και το [[δόγμα]] της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας και τών άλλων μη ορθόδοξων Εκκλησιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[Κυριακή]] της Ορθοδοξίας» — η πρώτη [[Κυριακή]] της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, [[κατά]] την οποία εορτάζεται η [[αναστήλωση]] τών εικόνων και ο [[θρίαμβος]] της Ορθοδοξίας [[εναντίον]] όλων τών αιρέσεων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A right opinion, Poll. 4.7, Hierocl.in CA10p.435M., Olymp.in Phd.p.113 N.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, die rechte, richtige Meinung, Poll. 4, 7; die Rechtgläubigkeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοδοξία: ἡ ὀρθὴ γνώμη, δοξασία, Πολυδ. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ δοξασία περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕτως ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀρθοδοξία) ορθοδοξώ
1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη
2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας της οποίας είναι η Εκκλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ορθόδοξων χριστιανών
2. μτφ. η πιστή προσήλωση στις βασικές αρχές ενός δόγματος, ιδίως πολιτικού
νεοελλ.-μσν.
1. η διδασκαλία και το δόγμα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας και τών άλλων μη ορθόδοξων Εκκλησιών
2. φρ. «Κυριακή της Ορθοδοξίας» — η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωση τών εικόνων και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον όλων τών αιρέσεων.