ῥυπαρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_17)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠπᾰρόβιος''': -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, [[ἀγενής]], πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.
|lstext='''ῥῠπᾰρόβιος''': -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, [[ἀγενής]], πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ῥυπαρόβιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠπᾰρόβῐος Medium diacritics: ῥυπαρόβιος Low diacritics: ρυπαρόβιος Capitals: ΡΥΠΑΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: rhyparóbios Transliteration B: rhyparobios Transliteration C: ryparovios Beta Code: r(uparo/bios

English (LSJ)

ον,

   A of sordid life, Vett.Val.16.22.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].