παρακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μετακομίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, [[αὐτόθι]] 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε [[ναῦς]] καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ [[χῶμα]], καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· [[καθόλου]], [[μεταφέρω]], [[φέρω]], Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κομισθῇ τι [[πρός]] με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., [[πλέω]] παραπλεύρως, [[παραπλέω]], τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) [[διαπλέω]] [[ἀπέναντι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέραν]], Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
|lstext='''παρακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], [[μετακομίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, [[αὐτόθι]] 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε [[ναῦς]] καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ [[χῶμα]], καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· [[καθόλου]], [[μεταφέρω]], [[φέρω]], Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ κομισθῇ τι [[πρός]] με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., [[πλέω]] παραπλεύρως, [[παραπλέω]], τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) [[διαπλέω]] [[ἀπέναντι]], [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέραν]], Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> transporter le long de ; <i>Pass.</i> être transporté le long de, longer <i>ou</i> côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l’Italie;<br /><b>2</b> transporter en passant devant;<br /><b>3</b> escorter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομίζω Medium diacritics: παρακομίζω Low diacritics: παρακομίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: parakomízō Transliteration B: parakomizō Transliteration C: parakomizo Beta Code: parakomi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ῐῶ PPetr. 3p.122 (iii B.C.) :—escort, convoy, E.HF125 (lyr.), X.HG1.4.7 :— Pass., Plu.Oth.16.    2 carry or convey over, transport, ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Arist.HA580a17 ; π. ναῦς ἐπὶ τὸ χῶμα D.50.6 : generally, convey, carry, Hdt.7.147, etc.:—Med., have a thing brought one, σῖτον X.HG 5.4.57:—Pass., ib.5.4.61, Plu.Oth.3.    3 obtain, receive a document, Mitteis Chr.227.4 (ii A.D.), etc.    II Pass., go or sail beside, coast along, τὴν Ἰταλίαν Th.6.44; παρὰ τὴν ἤπειρον D.C. 48.27 ; π. ἐς τὸν . . λιμένα, ἐπὶ Καμαρίνης, Th.4.25, 6.52 : abs., Plu.Luc. 37.    2 go or sail across, pass over, Plb.1.52.6, etc.

German (Pape)

[Seite 484] herbeibringen, -schaffen; σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις παρεκομίσθη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς πεζῇ παρακομιζούσας τὰ σκάφη, D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ θηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, γέρων γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüber-, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσθη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσθαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -κομιῶ, ὁδηγῶ, συνοδεύω, Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 126. 2) μεταφέρω, μεταβιβάζω, μετακομίζω, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 61· ἰδίως εἰς τόπον τινά, αὐτόθι 1. 4, 7· ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2· τάς τε ναῦς καθέλκειν τοὺς τριηράρχους καὶ παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα, καὶ νὰ τὰς φέρωσιν εἰς τὴν προκυμαίαν, Δημ. 1208. 4· καθόλου, μεταφέρω, φέρω, Ἡρόδ. 7. 147. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ κομισθῇ τι πρός με, σῖτον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 57. ΙΙ. Παθ., πλέω παραπλεύρως, παραπλέω, τὴν Ἰταλίαν Θουκ. 6. 44· παρὰ τὴν ἤπειρον Δίων Κ. 48. 27· ἀπολ., π. ἐς τόπον, ἐπὶ τόπου Θουκ. 4. 25., 6. 52· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 37. 2) διαπλέω ἀπέναντι, διαβαίνω, διέρχομαι εἰς τὸ πέραν, Πολύβ. 1. 52, 6, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.

French (Bailly abrégé)

1 transporter le long de ; Pass. être transporté le long de, longer ou côtoyer : τὴν Ἰταλίαν THC l’Italie;
2 transporter en passant devant;
3 escorter, acc..
Étymologie: παρά, κομίζω.