προεκβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκβάλλω''': [[ἐκβάλλω]] πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.
|lstext='''προεκβάλλω''': [[ἐκβάλλω]] πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]], [[προβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκβάλλω]], [[ρίχνω]] έξω [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξάγω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αφού]] το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκβάλλω]] «[[εκτείνω]], [[εξάγω]] βίαια, [[πετώ]] έξω»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκβάλλω Medium diacritics: προεκβάλλω Low diacritics: προεκβάλλω Capitals: ΠΡΟΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proekbállō Transliteration B: proekballō Transliteration C: proekvallo Beta Code: proekba/llw

English (LSJ)

   A throw out, eject before, Arist.HA605a7; squeeze out first, ἰκμάδα Dsc.5.87.    II Astrol., calculate first, τὸν τῆς τύχης κλῆρον Cat.Cod.Astr.1.167.

German (Pape)

[Seite 718] (s. βάλλω), vorher herauswerfen, Arist. H. A. 8, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκβάλλω: ἐκβάλλω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. προεκτείνω, προβάλλω
2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω
αρχ.
1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.)
2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].