ἔντεχνος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντεχνος''': -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ [[ἔντεχνος]] [[σοφία]], ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ [[σοφία]], κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] [[αὐτόθι]] 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], [[ἔντεχνος]] δημιουργός, [[δεξιός]], ἐπιδέξιος [[τεχνίτης]], Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε. | |lstext='''ἔντεχνος''': -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ [[ἔντεχνος]] [[σοφία]], ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ [[σοφία]], κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] [[αὐτόθι]] 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], [[ἔντεχνος]] δημιουργός, [[δεξιός]], ἐπιδέξιος [[τεχνίτης]], Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est du domaine de l’art;<br /><b>2</b> habile, industrieux;<br /><b>3</b> disposé <i>ou</i> travaillé avec art ; [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] ARSTT méthode habile <i>ou</i> régulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A within the range or province of art, αἱ πίστεις ἔντεχνόν ἐστι μόνον Arist.Rh. 1354a13. 2 furnished or invented by art, artificial, artistic, Pl. Prt.321d, al.; opp. ἄτεχνος, πίστεις Arist.Rh.1355b36; ἡ ἔ. μέθοδος the regular method, ib.a4. Adv. -ως Id.SE172a35 (condemned by Phryn.327 (who however cites Adv. -ῶς from Lys.Fr.314 S.)). II of persons, skilled, ἔ. δημιουργός a cunning workman, Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e.
German (Pape)
[Seite 856] kunstmäßig, künstlich; σοφία Plat. Prot. 321 d; ἐπιχείρησις Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, δημιουργός Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντεχνος: -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ ἔντεχνος σοφία, ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ σοφία, κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ ἔντεχνος μέθοδος αὐτόθι 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος, δεξιός, ἔντεχνος δημιουργός, δεξιός, ἐπιδέξιος τεχνίτης, Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est du domaine de l’art;
2 habile, industrieux;
3 disposé ou travaillé avec art ; ἔντεχνος μέθοδος ARSTT méthode habile ou régulière.
Étymologie: ἐν, τέχνη.