διαγωγή: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰγωγή''': ἡ, ἡ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]] μεταβίβασις (;) ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι τὸν βίον, [[τρόπος]] ἢ [[πορεία]] τοῦ βίου, Λατ. ratio vitae, δ. βίου Πλάτ. Πολιτ. 344Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 177Α, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, διασκέδασις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1., 10. 6, 3· δ. [[ἐλευθέριος]] ὁ αὐτ. Πολ. 8. 5, 8· διαγωγαὶ τοῦ συζῆν. κοιναὶ διασκεδάσεις, ὁ αὐτ. 3. 9, 13· πρβλ. Wytt. Πλούτ. 126Β, 158D. 3) [[ἀργοπορία]], βραδύτης, Δίων Κ. 57. 3. ΙΙΙ. [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῶν πραγμάτων δ., Δίων Κ. 48. 5· ― [[ὡσαύτως]], ἡ διὰ τούτων δ., ἡ [[διδασκαλία]] εἰς…, Ἐπ. Πλάτ. 343Ε. IV. [[τόπος]] διαμονῆς πλοίων, [[λιμήν]], Ἡρῳδιαν. 4. 2, Πολύαιν. 5. 2, 6. | |lstext='''διᾰγωγή''': ἡ, ἡ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]] μεταβίβασις (;) ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι τὸν βίον, [[τρόπος]] ἢ [[πορεία]] τοῦ βίου, Λατ. ratio vitae, δ. βίου Πλάτ. Πολιτ. 344Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 177Α, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, διασκέδασις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1., 10. 6, 3· δ. [[ἐλευθέριος]] ὁ αὐτ. Πολ. 8. 5, 8· διαγωγαὶ τοῦ συζῆν. κοιναὶ διασκεδάσεις, ὁ αὐτ. 3. 9, 13· πρβλ. Wytt. Πλούτ. 126Β, 158D. 3) [[ἀργοπορία]], βραδύτης, Δίων Κ. 57. 3. ΙΙΙ. [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], τῶν πραγμάτων δ., Δίων Κ. 48. 5· ― [[ὡσαύτως]], ἡ διὰ τούτων δ., ἡ [[διδασκαλία]] εἰς…, Ἐπ. Πλάτ. 343Ε. IV. [[τόπος]] διαμονῆς πλοίων, [[λιμήν]], Ἡρῳδιαν. 4. 2, Πολύαιν. 5. 2, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de passer son temps : [[διαγωγή]] βίου le cours de la vie ; <i>abs.</i> [[διαγωγή]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> passe-temps, distraction, amusement.<br />'''Étymologie:''' [[διάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A carrying across, τριήρων Polyaen.5.2.6. 2 lit. carrying through: hence metaph., ἡ διὰ πάντων αὐτῶν δ. taking a person through a subject by instruction, Pl.Ep.343e; so, course of instruction, lectures, ἐν τῇ ἐνεστώσῃ δ. prob. in Phld.Piet.25. II passing of life, way or course of life, δ. βίου Pl.R.344e: abs., Id.Tht.177a, etc. 2 way of passing time, amusement, δ. μετὰ παιδιᾶς Arist.EN1127b34, cf. 1177a27; δ. ἐλευθέριος Id.Pol.1339b5; διαγωγαὶ τοῦ συζῆν public pastimes, ib.1280b37, cf. Plu.126b (pl.). 3 delay, D.C. 57.3. III management, τῶν πραγμάτων δ. dispatch of business, Id.48.5. IV station for ships, f. l. in Hdn.4.2.8. V διαγωγάν· διαίρεσιν, διανομήν, διέλευσιν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 575] ἡ, 1) das Durchführen, βίου, Lebensweise, Plat. Rep. I, 344 c; Pol. 12, 3, 8; u. oft ohne βίου, Plat. Theaet. 177 a Tim. 71 d; ἡ ἐν τῇ σχολῇ Arist. Polit. 8, 15; τοῦ συζῆν, die Art des Zusammenlebens, 3, 5, 14; Sp.; διαγωγὴν ποιεῖσθαι, leben, z. B. ἀπό τινος, Pol. 5, 2, 10; μετά τινος, 5, 27, 3; bes. auch Zeitvertreib, Unterhaltung, Arist. Eth. 4, 8; Pol. 5, 75, 6 u. Sp. – 2) Leitung, Verwaltung, πραγμάτων, Dio Cass. 48, 5. – 3) Zögerung, D. C. 57, 3. – 4) der Aufenthaltsort, bes. Standort der Schiffe, Hdn. 4, 2; Polyaen. 5, 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰγωγή: ἡ, ἡ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος μεταβίβασις (;) ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι τὸν βίον, τρόπος ἢ πορεία τοῦ βίου, Λατ. ratio vitae, δ. βίου Πλάτ. Πολιτ. 344Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 177Α, κτλ. 2) τρόπος τοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, διασκέδασις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1., 10. 6, 3· δ. ἐλευθέριος ὁ αὐτ. Πολ. 8. 5, 8· διαγωγαὶ τοῦ συζῆν. κοιναὶ διασκεδάσεις, ὁ αὐτ. 3. 9, 13· πρβλ. Wytt. Πλούτ. 126Β, 158D. 3) ἀργοπορία, βραδύτης, Δίων Κ. 57. 3. ΙΙΙ. κυβέρνησις, διοίκησις, τῶν πραγμάτων δ., Δίων Κ. 48. 5· ― ὡσαύτως, ἡ διὰ τούτων δ., ἡ διδασκαλία εἰς…, Ἐπ. Πλάτ. 343Ε. IV. τόπος διαμονῆς πλοίων, λιμήν, Ἡρῳδιαν. 4. 2, Πολύαιν. 5. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de passer son temps : διαγωγή βίου le cours de la vie ; abs. διαγωγή m. sign.
2 passe-temps, distraction, amusement.
Étymologie: διάγω.