ἀλκίβιος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_9) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149. | |lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἔχις, Cretan bugloss, Echium parviflorum, used as an antidote to snake-bite, Sch. Nic.Th.541. (Ἀλκιβίον is pr. n. in Nic.l.c.)
German (Pape)
[Seite 100] ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκίβιος: ἡ, μετὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἔχις, εἶδος ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· ὡσαύτως ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
Greek Monolingual
ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.