παίδευσις: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’instruire des enfants, éducation, instruction;<br /><b>2</b> école.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’instruire des enfants, éducation, instruction;<br /><b>2</b> école.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παίδευσις:''' -εως, ἡ ([[παιδεύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εκπαίδευση]], [[σύστημα]] εκπαίδευσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν</i>, [[εκπαίδευση]] από την [[αρετή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> οι συνέπειες της μάθησης, [[παιδεία]], [[μόρφωση]], [[αγωγή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθοδήγηση]] ή [[προκατασκευή]] μαρτύρων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέσο]] εκπαίδευσης, [[τήν]] πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν [[εἶναι]], η πόλη μας είναι σχολείο της Ελλάδας, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A process or system of education (παιδείας παράδοσις Pl.Def.416a), Hdt.4.78, 6.128, Ar.Nu.986, 1043; τροφὴ καὶ π. Pl.Criti.110c, R.424a; ξενικὴν π. παιδεύειν Id.Hp.Ma.284c; τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους π. his education by virtue, X.Mem.2.1.34; (Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς π. τῆς ἡμετέρας μετέχοντας Isoc.4.50, cf. 3.57; ἡ περὶ τοὺς λόγους π. instruction in rhetoric, Id.11.49: in pl., τροφαὶ καὶ -σεις Pl.Lg. 926e. 2 its result, culture, learning. Ar.Th.175, Antipho Soph. 60, Isoc.9.78, Pl.Prt.349a, Arist.Rh.1399a13. 3 instructing, coaching, priming of witnesses, ἐκ παιδεύσεως, v.l. for ἐκ παρασκευῆς in D.34.48. II means of educating, τὴν πόλιν πᾶσαν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι is the school of Greece, Th.2.41. III in late Gr., ἡ σὴ, ἡ ὑμετέρα π., form of address to members of the learned professions, Stud.Pal.20.129.13 (v A. D.), POxy.1165.2 (vi A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, das Erziehen; Ar. Nubb. 986; ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως, die durch das Erziehen und Unterrichten gewonnene Bildung, Thesm. 175; καὶ τροφαί, Plat. Legg. XI, 926 e; διώκει τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, die Erziehung des Herakles durch die Tugend, Xen. Mem. 2, 1, 34. Bei Thuc. 2, 41, τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, wie wir sagen: die Schule Griechenlands. – Auch Sp., παιδεύσεως ἐπ' αὐτοὺς δεόμεθα, Luc. Gymnas. 20.
Greek (Liddell-Scott)
παίδευσις: ἡ, (παιδεύω) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐκπαιδεύειν, ἐκπαίδευσις (παιδείας παράδοσις Πλάτ. Ὅροι 416Β), σύστημα ἐκπαιδεύσεως, Ἡρόδ. 4. 78., 6. 128, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 986, 1043˙ τροφὴ καὶ π. Πλάτ. Κριτ. 110C, πρβλ. 424Α˙ ξενικὴν π. παιδεύειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 284C˙ τὴν ὑπ’ ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, τὴν ὑπὸ τῆς ἀρετῆς ἐκπαίδευσιν αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 34 Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς π. τῆς ἡμετέρας μετέχοντας Ἰσοκρ. 51Α, πρβλ. 38Ε˙ ἡ περὶ τοὺς λόγους π., διδασκαλία τῆς ῥητορικῆς, ὁ αὐτ. 231Α˙ - ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 926Ε. 2) τὰ ἀποτελέμσατα τῆς ἐκπαιδεύσεως, διανοητικὴ διὰ τῶν γραμμάτων ἀνάπτυξις, γνώσεις, παιδεία, Ἀριστοφ. Θεσμ. 175, Πλάτ. Πρωτ. 349Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 14. 3) διδασκαλία ἢ προδιάθεσις τῶν μαρτύρων, Δημ. 921. 21. ΙΙ. μέσον παιδεύσεως, παιδευτήριον, τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, τὸ σχολεῖον τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 2. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’instruire des enfants, éducation, instruction;
2 école.
Étymologie: παιδεύω.
Greek Monotonic
παίδευσις: -εως, ἡ (παιδεύω)·
I. 1. εκπαίδευση, σύστημα εκπαίδευσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, εκπαίδευση από την αρετή, σε Ξεν.
2. οι συνέπειες της μάθησης, παιδεία, μόρφωση, αγωγή, σε Αριστοφ., Πλάτ.
3. καθοδήγηση ή προκατασκευή μαρτύρων, σε Δημ.
II. μέσο εκπαίδευσης, τήν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, η πόλη μας είναι σχολείο της Ελλάδας, σε Θουκ.