ἁρπαλέος: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />que l’on saisit avidement ; désiré avec ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρπάξω]]. | |btext=α, ον :<br />que l’on saisit avidement ; désiré avec ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρπάξω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[eagerly]] grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., [[ἁρπαλέως]], [[greedily]], Od. 14.110. (Od.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Ep. Adj., (ἁρπάζω):
A devouring, consuming, νοῦσος IPE2.167.3 (Panticapaeum); greedy, παλάμη AP9.576 (Nicarch.); ἁ. καὶ οἷον δὴ οὖν ἀεὶ τῶν ὀθνείων ἐφίεσθαι Agath.4.13: elsewh. only in Adv., greedily, eagerly, ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε . . ἁρπαλέως Od.6.250, cf. 14.110; δέξεται ἁρπαλέως Thgn.1046; ἁ. εὕδειν gladly, pleasantly, Mimn.12.8; ἁ. ἐπεχήρατο vehemently, A.R.4.56; once in Ar., ἁ. ἀραμένη Lys.331 (lyr.). II attractive, alluring, charming, κέρδεα Od.8.164; ἁ. ἔρως, opp. ἀπηνής, Thgn.1353; ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Mimn.1.4; δόσιν gift to be eagerly seized, Pi.P.8.65, cf. 10.62.
German (Pape)
[Seite 358] Hom. Od. 8, 164 κερδέων ἁρπαλέων, entweder räuberischer, ungerechter Gewinn, oder anlockender, reizender Gewinn; Od. 6, 250 πῖνε καὶ ἦσθε ἁρπαλέως, gieeig; 14, 110 ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον ἁρπαλέως ἀκέων, hastig; – bei den Folg. reizend, lieblich, ἄνθεα ἥβης Mimnerm.; vgl. Theogn. 1353; δόσις Pind. P. 8, 68, schnell erlangt u. deshalb reizend, angenehm; vgl. φροντίς 15, 62; κάματοι ἁρπαλέοι εἰρήνης Opp. Hal. 1, 468; ἁρπαλέως χαίρειν Ap. Rh. 4, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπᾰλέος: -α, -ον, (ἴδε ἁρπάζω): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., ἄπληστος, ἀδηφάγος, ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, χανδόν, λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, ὑπερβαλλόντως ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, ἁρπάγδην, Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς ἑλκυστικός, γοητευτικός, κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. ἔρως, ἐναντίον τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
que l’on saisit avidement ; désiré avec ardeur.
Étymologie: ἁρπάξω.
English (Autenrieth)
eagerly grasped; κέρδεα, Od. 8.164; adv., ἁρπαλέως, greedily, Od. 14.110. (Od.)