ἐνίπτω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=apostropher avec colère, blâmer : τινα μύθῳ IL adresser à qqn de durs reproches.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse.
|btext=apostropher avec colère, blâmer : τινα μύθῳ IL adresser à qqn de durs reproches.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse.
}}
{{Autenrieth
|auten=opt. ἐνίπτοι, imp. ἔνιπτε, aor. 2 ἐνένῖπε and [[ἠνίπαπε]]: [[chide]], [[rebuke]], [[upbraid]]; [[Odysseus]] chides [[himself]], to [[repress]] his [[wrath]], κραδίην [[ἠνίπαπε]] μύθῳ· &#124; ‘[[τέτλαθι]] δή, [[κραδίη]], υ’ 17; [[usually]] w. specifying terms in dat., χαλεποῖσιν ὀνείδεσιν, ὀνειδείοις ἐπέεσσιν, χαλεπῷ or κακῷ μύθῳ, Il. 2.245, Il. 3.438, Ρ 1, Od. 18.326.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίπτω Medium diacritics: ἐνίπτω Low diacritics: ενίπτω Capitals: ΕΝΙΠΤΩ
Transliteration A: eníptō Transliteration B: eniptō Transliteration C: enipto Beta Code: e)ni/ptw

English (LSJ)

fut.

   A ἐνίψω Il.7.447: aor. ἠνίπᾰπε [ῑ] 2.245, al., also ἐνένιπε 15.546, al. (with vv. ll. ἐνένισπεν, ἐνένιπτεν, Od.18.321, Il.23.473):— Ep. Verb (once in A. (v. infr.)), reprove, upbraid, freq. with words added to strengthen the sense, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Il.2.245; χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε 3.438; ἐνένιπεν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν Od.18.326; τὸν δ' αἰσχρῶς ἐνένιπε ib.321, Il.23.473; or simply πόσιν δ' ἠνίπαπε μύθῳ 3.427; κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ reproved his soul with words, Od.20.17: without a modal word, εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνίπτοι were another to attack me, Il.24.768; τόν ῥ' Ἕκτωρ ἐνένιπεν 15.552, cf. 546; καί τίς μ' ἐνίπτων εἶπε A.Ag.590: without acc., Od.18.78, cf. 24.161.    II after Hom., = ἐνέπω, tell, announce, ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας Pi.P.4.201, cf. Nonn.D.27.59. Cf. ἐνίσσω.

German (Pape)

[Seite 845] (nach Ruhnken ep. cr. p. 40 von ἴπτω, vgl. ἶπος, ἰπόω, nach Buttm. Lexil. I p. 286 vom Stamme νίπ, auf den er auch νεικέω bezieht, vgl. ἐνίσσω; verschieden in Stamm u. Bdtg ist ἐνίσπω), außer praes. nur aor. ἐνένιπε, Il. 15, 546. 552. 16, 626 Od. 16, 417. 18, 78. 19, 65 u. öfter (bei Wolf ἐνένιπτε), u. ἠνίπαπε, Il. 16, 628 Od. 20, 303 u. oft; sp. D. ἐνῖψαι, Nonn. D. 8, 85 u. öfter; ἐνιπῆσαι nur Hesych.; – hart anreden, schelten, tadeln, τινά, Il. 24, 768; gew. mit näherer Bestimmung, μή με, γύναι, χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε 3, 438; καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ 2, 245; einfach μ ύθῳ ἐνίπτειν τινά, Einen mit Worten anfahren, mit der Rede kränken, 3, 427 Od. 20, 303; milder, κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ, er ermahnte mit ernstem Zureden sein Herz, 20, 17; αἰσχρῶς ἐν. τινά, Einen schmählich anlassen, 18, 321; ohne den acc. Il. 16, 198, worüber Buttm. a. a. O. p. 285 zu vergl. – Von andren Dichtern Aesch. Suppl. 598, καί τίς μ' ἐνίπτων εἶπε, Nic. Th. 347, wo es der Schol. λοιδορέω erkl., wie Nonn. 42, 223 u. öfter; Ἥρης ἠνίπαπε βουλάς Ap. Rh. 3, 931. – Bei Pind. P. 4, 201, κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι τερασκόπ ος, ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας, ist es = ἐνέπω, Hoffnungen verkündigend, wie Nonn. D. 27, 59. – Vgl. noch ἐνίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίπτω: μέλλ. ἐνίψω Ἰλ. Η. 447 (πρβλ. ἐνέπω ἐν τέλει): ἀόρ. ἠνίπᾰσε ῑ Ὅμ., ἀλλ’ ὡσαύτως ἐνένῑπε (ὅπερ ἀποκατεστάθη ἀντὶ τοῦ ἐνένιπτε ἐν Ἰλ. Ο. 546, 552, Π. 626, Ὀδ. Σ. 321, κτλ., καὶ ἀντὶ τοῦ ἐνένισπεν ἐν Ἰλ. Ψ. 473). Ρῆμα Ἐπικ., ὡς τὸ ἐνίσσω (ἀπαντῶν ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ.), ἐπιτιμῶ, ἐπιπλήττω, ὀνειδίζω· συχνάκις μετ’ ἄλλων λέξεων ἐνισχυουσῶν τὴν ἔννοιαν, χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ Ἰλ. Β. 245· χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε Γ. 438· ἐνένιπεν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν Ὀδ. Σ. 326· τὸν δ’ αἰσχρῶς ἐνένιπε Σ. 321, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 473· ἢ ἁπλῶς, πόσιν δ’ ἠνίπαπε μύθῳ Γ. 427· κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ, «ἐνουθέτησεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 17: - ἄνευ τῆς δοτ., ἀλλ’ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι, «ἀλλ’ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐν τοῖς οἴκοις ἐλοιδόρει» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 768· τόν ῥ’ Ἕκτωρ ἐνένιπεν Ο. 552, πρβλ. 546· καὶ τίς μ’ ἐνίπτων εἶπε Αἰσχύλ. Ἀγ. 590· καὶ ἄνευ αἰτ., Ἀντίνοος δ’ ἐνένιπεν Ὀδ. Σ. 78, Φ. 84: - πρβλ. τὸ ῥημ. οὐσιαστ. ἐνιπή. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. = ἐνέπω, λέγω, ἀγγέλλω, ἐλπίδας ἐνίπτων Πινδ. Π. 4. 358· πρβλ. Wermn. εἰς Τρυφ. σ. 150, Νόνν. Δ. 27. 59· (πιθαν. ἐκ √ΙΠ, ἴπτω (ἶψαι, ἴψας ἀπαντῶσι παρ’ Ἡσυχ.), συγγεν. ταῖς λέξεσι ἴψ, ἴπνη, ἰπόω· ἐντεῦθεν ῑ ἐν ταῖς λέξεσιν ἐνιπή, ἠνίπαπε, ἐνέπιπε. Ἡ χρῆσις τοῦ ἐνίπτω ἀντὶ τοῦ ἐνέπω φαίνεται ἐσφαλμένη, τοὐλάχιστον εἰς τὰς συνήθεις αὐτῶν σημασίας αἱ δύο λέξεις ἐντελῶς διαφέρουσιν ἀπ’ ἀλλήλων· ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει).

French (Bailly abrégé)

apostropher avec colère, blâmer : τινα μύθῳ IL adresser à qqn de durs reproches.
Étymologie: DELG étym. douteuse.

English (Autenrieth)

opt. ἐνίπτοι, imp. ἔνιπτε, aor. 2 ἐνένῖπε and ἠνίπαπε: chide, rebuke, upbraid; Odysseus chides himself, to repress his wrath, κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ· | ‘τέτλαθι δή, κραδίη, υ’ 17; usually w. specifying terms in dat., χαλεποῖσιν ὀνείδεσιν, ὀνειδείοις ἐπέεσσιν, χαλεπῷ or κακῷ μύθῳ, Il. 2.245, Il. 3.438, Ρ 1, Od. 18.326.