ἐπίστιον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[ἐπί]], [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />v. [[ἐπίστιος]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[ἐπί]], [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />v. [[ἐπίστιος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[dock]]-[[yard]] or [[boat]]-[[house]], a [[place]] [[for]] [[keeping]] ships, Od. 6.365†.
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιον Medium diacritics: ἐπίστιον Low diacritics: επίστιον Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΝ
Transliteration A: epístion Transliteration B: epistion Transliteration C: epistion Beta Code: e)pi/stion

English (LSJ)

τό,

   A slip or shed for a ship, νῆες . . εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ Od.6.265. (Expld. by Aristarch.(ap.Sch.Il.2.125 ἐπ' ἴστιόν . . ὡσεὶ κατάλυμα παρὰ τῇ νηΐ) as Ion. for ἐφέστιον, cf. sq.; but elsewh. Hom. always uses the form ἐφέστιος; Sch. has ἐποίκιον, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιον: τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, νῆες... εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, ἔνθαἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: ἕκαστος ἔχει ἴδιον ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον (ὅπερ ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως εἶναι ἐπίστιον· ἴδε ἐν λέξει ἐφέστιος)· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρος ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐφέστιος· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ εἶναι: «ἐπίστιον, ἐποίκιον, σκηνή, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον».

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.
Étymologie: DELG sans doute de ἐπί, ἵστημι.
2ου (τό) :
v. ἐπίστιος.

English (Autenrieth)

dock-yard or boat-house, a place for keeping ships, Od. 6.365†.