τῆμος: Difference between revisions
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(Autenrieth) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[then]], [[thereupon]], correl. to [[ἦμος]]. | |auten=[[then]], [[thereupon]], correl. to [[ἦμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και τᾱμος Α<br /><b>επίρρ.</b> [[τότε]], σε εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] του παρελθόντος («[[ἦμος]] δ' [[Ἑωσφόρος]] [[εἶσι]] [[φόως]] ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... [[τῆμος]] πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τῆμος]], συσχετικό του αναφορ. [[ἦμος]] (<b>πρβλ.</b> [[τέως]]: <i>ἕως</i>), έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τᾶ</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με μια επιρρμ. κατάλ. με -<i>m</i>-, η οποία μπορεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], να συνδεθεί με αυτήν του αρχ. σλαβ. τοπικού επιρρ. <i>ta</i>-<i>mo</i>, [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. και χεττιτ. [[επίθημα]] -<i>mant</i>-. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τῆμος]] ήταν αρχικά επίθ. με κατάλ. -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερ</i>-<i>μός</i>, <i>νόστ</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>), το οποίο στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του θεσσαλ. [[τᾶμον]], που λειτουργεί ως επίθ. στη φρ. <i>τὸ [[τᾶμον]] (<i>ψᾱφισμα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. τᾶμος, Adv.
A then, thereupon. answering to the relat. ἦμος (q.v.), Il.23.228, Hes.Op.488,585, S.Tr.533 (nowhere else in Trag.), Theoc.13.27: freq. folld. by another Particle, ἦμος... τ. ἄρα Il.7.434, Od.4.401, etc.; τ. δὴ . . 12.441: also antec. to εὖτε, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε... τ. δὴ . . Od.13.95: without any corresponding relat., h.Merc.101, Hes.Op.559, A.R.4.1400; so τ. δὲ . . Od.7.318, Hes.Op.670.-- The Att. words are τηνικάδε, τηνικαῦτα, II in A.R.4.252, καὶ τῆμος even to-day; Thess. τημελ-τᾶμος (τᾶμον), q.v.
German (Pape)
[Seite 1108] (nach Buttm. Lexil. II p. 228 aus τῇ ἦμαρ entstanden, eigtl. τῆμαρ, wie αὐτῆμαρ, schwerlich richtig), adv., da, damals, dann, darauf; meist von der vergangenen Zeit; im Nachsatze dem ἦμος des Vordersatzes entsprechend; Il. 23, 228; Hes. O. 490. 581; Soph. ἦμος ὁ ξένος θροεῖ – τῆμος θυραῖος ἦλθον, Trach. 530; τῆμος ἄρα, Il. 7, 434. 24, 289 Od. 4, 401; h. Ven. 171; Hes. O. 424; τῆμος δέ, 672; τῆμος δή, Od. 12, 441; τῆμος, ὅτε, Jac. A. P. p. 420; auch einem Vordersatze mit εὖτε entsprechend, Od. 13, 95; absolut ohne Vordersatz, H. h. Merc. 101, Hes. O. 561; ἐς τῆμος, Od. 7, 318, bei Bekker αὔριον ἔς· τῆμος δέ geschr. – Bei Ap. Rh. 4, 252 bedeutet es heute.
Greek (Liddell-Scott)
τῆμος: Δωρικ. τᾶμος, Ἐπίρρ., τότε, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἀεὶ ἐπὶ χρόνου παρῳχημένου, ἀνταποδιδόμενον εἰς τὸ ἀναφορ. ἦμος (ὃ ἴδε), ἦμος δ’ ἐωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν..., τῆμος πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ἰλ. Ψ. 228, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 486. 583· ἦμος, φίλαι, κατ’ οἶκον ὁ ξένος θροεῖ..., τῆμος θηραῖος ἦλθον εἰς ὑμᾶς λάθρα Σοφ. Τρ. 533 (τὸ μόνον Ἀττικ. χωρίον ἔνθα ἡ λέξις ἀπαντᾷ), Θεόκρ. 13. 25· - συχνότερον ἀκολουθεῖ ἕτερον μόριον, ἦμος..., τῆμος ἄρα Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Δ. 401, κλπ.· τ. δή... Ὀδ. Μ. 441· τ. δέ... Η. 318, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668· - ὡσαύτως ὡς ἀντίστοιχον τῷ εὖτε, εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε..., τ. δή... Ὀδ. Ν. 95· τῆμος, ὅτε Ἀνθ. Π. 8. 26, 10· - ἀπολ., ἄνευ τινὸς συνδέσμου πρὸς ἀποδίδοσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 101, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557. - Αἱ Ἀττικ. λέξεις εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα. ΙΙ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 252, καὶ τῆμος καὶ σήμερον.
French (Bailly abrégé)
adv.
alors, en ce moment : τῆμος ἄρα IL, τῆμος δέ OD, τῆμος δή OD alors justement ; ἐς τῆμος OD jusqu’alors, jusqu’à ce moment.
Étymologie: DELG corrél. de ἧμος.
English (Autenrieth)
then, thereupon, correl. to ἦμος.
Greek Monolingual
και τᾱμος Α
επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο του παρελθόντος («ἦμος δ' Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό του αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod < ρίζα το-, τᾶ-, βλ. λ. ο, η, το) με μια επιρρμ. κατάλ. με -m-, η οποία μπορεί, κατά μία άποψη, να συνδεθεί με αυτήν του αρχ. σλαβ. τοπικού επιρρ. ta-mo, καθώς και με το αρχ. ινδ. και χεττιτ. επίθημα -mant-. Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τῆμος ήταν αρχικά επίθ. με κατάλ. -μος (πρβλ. θερ-μός, νόστ-ι-μος), το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του θεσσαλ. τᾶμον, που λειτουργεί ως επίθ. στη φρ. τὸ τᾶμον (ψᾱφισμα)].