Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Autenrieth)
(32)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(σρέω), ipf. περίρρεε: [[stream]] [[around]], w. acc., Od. 9.388†.
|auten=(σρέω), ipf. περίρρεε: [[stream]] [[around]], w. acc., Od. 9.388†.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) ρέω, [[κυλώ]] [[γύρω]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[περιβρέχω]], [[περιχύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρέομαι</i><br />περιβάλλομαι από [[νερό]], περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) [[περιβάλλω]] («τοὺς δὲ ἐν τοῑς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) [[περικυκλώνω]] («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῑνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) [[στέκομαι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾱς κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> α) [[πλημμυρίζω]], [[γεμίζω]] από όλα τα μέρη<br />β) <b>μτφ.</b> έχω [[αφθονία]] («σοὶ δὲ [[πλουσία]] [[τράπεζα]] κείσθω καὶ περιρρείτω [[βίος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> αφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[φτωχός]] σε [[κάτι]], [[χάνω]] ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> φθείρομαι, ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]] («[[πῆχυς]] [[ὅλος]] περιερρύη», Ιπποκρ.)<br /><b>7.</b> (για [[άνθη]]) μαραίνομαι, [[φυλλορροώ]]<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]], [[γλιστρώ]], [[ξεφεύγω]] («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[δεσμά]]) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — [[χωρίς]] να υπάρχει [[τίποτε]] σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, <b>Πλούτ.</b><br />β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν [[αφθονία]] μαθητών <b>(Λιβάν.)</b>.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρέω Medium diacritics: περιρρέω Low diacritics: περιρρέω Capitals: ΠΕΡΙΡΡΕΩ
Transliteration A: perirréō Transliteration B: perirreō Transliteration C: perirreo Beta Code: perirre/w

English (LSJ)

fut.

   A -ρεύδομαι Arist.Cael.287b10 : aor. 1 inf. -ρρεῦσαι Lycurg.96 (s.v.l.): aor. 2 -ερρύην (v. infr.) : pf. -ερρύηκα Pl.Criti. 111b :    I c. acc., flow round, τὸν δ' αἷμα περίρρεε Od.9.388 ; νῆδον π. ὁ Νεῖλος Hdt.2.29, cf. 127 ; νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Pl.Phd. 111a ; κύκλῳ . . τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Lycurg.l.c. codd.; of persons, ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Pl.Chrm. 155d :—Pass., to be surrounded by water, X.An.1.5.4, Arist.Mu.393a11, al.    II abs., flow round, Στρυμόνος ἐπ' ἀμφότερα περιρρέοντος Th.4.102, cf. X.HG4.1.16 (v.l.), Arist.Cael. l.c.    2 fall away, περιερρυηκυίας τῆς γῆς Pl.Criti.l. c. ; waste away, πῆχυς ὅλος περιερρύη Hp.Epid.3.4, cf. LXX 4 Ma.9.20 ; fall off, of flowers, Thphr.HP4.8.9.    3 slip from off a thing, ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν slipped off his arm into the sea, Th.4.12 ; [αἱ πέδαι] αὐτῷ αὐτόμαται π. X.An.4.3.8 ; [αἱ πέδαι] π. Plu.2.304b ; οἱ στέφανοι π. Luc.VH2.11 : c. gen., ἵππου π. slip off it, Plu.Art. 15, cf. Id.2.970d ; τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Parth.6.4.    4 overflow on all sides, σοὶ περιρρείτω βίος let thy means of living abound, S.El.362 ; of excessive wealth, Diog.Oen.60 ; οὐδενὸς περιρρέοντος being in excess, Plu.Per.16 :—Pass., to be all running or dripping, ἱδρῶτι with sweat, Id.Aem.25 ; δάκρυσι Suid. s.v. ἄναυδος : freq. metaph., abound, περιρρεομένη ἀφθονία ἀγαθῶν Ph.2.455 ; of persons, c. dat., περιρρεόμενος ταῖς ἐκτὸς οὐσίαις Id.1.592, cf. 2.445 ; περιρρέονται μαθηταῖς have a crowd of pupils about them, Lib.Or.64.90.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρέω: μέλλ. -ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· ἀόρ. -ερρύην· Ι. μετ’ αἰτ., ῥέω περί τινα ἢ περί τι, τὸν δ’ αἷμα περίρρεε Ὀδ. Ι. 388· νῆσον π. ὁ Νεῖλος Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 127· νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Πλάτ. Φαίδων 111Α· κύκλῳ... τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Λυκοῦργ. 160. 1· ἐπὶ προσώπων, ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Πλάτ. Χαρμ. 155D. ― Παθητ., περιερρεῖτο δ’ αὕτη (δηλ. ἡ πόλις Κορσωτὴ) ὑπὸ τοῦ Μάσκα κύκλῳ Ξεν. Ἀνάβ. 1, 5, 4, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπολ., ῥέω ὁλόγυρα, π. ἐπ’ ἀμφότερα ὁ Στρυμὼν Θουκ. 4. 102, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 12. 2) διαρρέω ὁλόγυρα, περιερρυηκυίας τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111Β· ἐκπίπτω, φθείρομαι, ξηραίνομαι, βραχίων π. ὅλος Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083. 3) ἐκφεύγω ἔκ τινος, ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν, ἐξέφυγεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν, Θουκ. 4. 12· Ξενοφῶν δὲ ὄναρ εἶδεν· ἔδοξεν ἐν πέδαις δεδέσθαι, αὗται δὲ αὐτῷ αὐτόμαται περιρρυῆναι Ξεν. Ἀν. 4. 3, 8· αἱ ζῶναι π. Πλούτ. 2. 304Β· οἱ στέφανοι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 11· μετὰ γεν., ἵππου περιρρυέντα, πεσόντα, Πλουτ. Ἀρτοξ. 15. πρβλ. 2. 970D· τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Παρθέν. 6. 4. 4) πλημμυρῶ πανταχόθεν, σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος, καὶ ὁ βίος σου ἔστω πλήρης παντὸς ἀγαθοῦ, Σοφ. Ἠλ. 362· οὐδενὸς περιρρέοντος, ὄντος περιττοῦ, Πλουτ. Περικλ. 16. ― Παθητ., ἵππους πολλῷ περιρρεομένους ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 25· δάκρυσι Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄναυδος.

French (Bailly abrégé)

f. περιρρεύσομαι, ao.2 περιερρύην, pf. περιερρύηκα;
1 couler autour de, acc. ; Pass. être entouré par un courant (d’eau, etc.) : περιρρεόμενος αἵματι PLUT ruisselant de sang;
2 tomber en glissant autour : περιρρεῖν ἐλέφαντος PLUT tomber en glissant le long d’un éléphant;
3 couler en abondance, affluer, être abondant ou superflu : σοὶ περιρρείτω βίος SOPH que la vie te soit facile et abondante ; οὐδενὸς περιρρέοντος PLUT rien n’étant superflu.
Étymologie: περί, ῥέω.

English (Autenrieth)

(σρέω), ipf. περίρρεε: stream around, w. acc., Od. 9.388†.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.)
2. παθ. περιρρέομαι
περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.)
αρχ.
1. (για τον αέρα) περιβάλλω («τοὺς δὲ ἐν τοῑς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», Πλάτ.)
2. (για φωτιά) περικυκλώνω («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῑνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)
3. μτφ. (για πλήθος ανθρώπων) στέκομαι γύρω γύρω («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾱς κύκλῳ», Πλάτ.)
4. α) πλημμυρίζω, γεμίζω από όλα τα μέρη
β) μτφ. έχω αφθονία («σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος», Σοφ.)
5. αφανίζομαι, γίνομαι φτωχός σε κάτι, χάνω ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», Πλάτ.)
6. φθείρομαι, ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύωπῆχυς ὅλος περιερρύη», Ιπποκρ.)
7. (για άνθη) μαραίνομαι, φυλλορροώ
8. πέφτω κάτω, γλιστρώ, ξεφεύγω («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», Θουκ.)
9. (για δεσμά) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», Ξεν.)
10. φρ. α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — χωρίς να υπάρχει τίποτε σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, Πλούτ.
β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν αφθονία μαθητών (Λιβάν.).