λύρα: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> lyre, instrument de musique primitif, à quatre cordes, <i>postér.</i> à sept ; <i>p. ext.</i> chant, poésie lyrique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> Lyre, <i>constellation</i>;<br /><b>2</b> poisson-lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée, pê emprunt. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> lyre, instrument de musique primitif, à quatre cordes, <i>postér.</i> à sept ; <i>p. ext.</i> chant, poésie lyrique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> Lyre, <i>constellation</i>;<br /><b>2</b> poisson-lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée, pê emprunt. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>λῠρα</b> ([[λύρα]], -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν.) <br /> <b>1</b> [[lyre]] ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) ἁδυεπής τε [[λύρα]] [[γλυκύς]] τ' αὐλὸς (O. 10.93) [[εἰμὶ]] δ' [[ἄσχολος]] ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) [[παντᾷ]] δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39) ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε [[κοινάσομαι]] (N. 3.12) ἀλλ' [[ὅμως]] εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21) [[λύρα]] δέ [[σφι]] βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7) λύ]ραι τε καὶ ὑ[μν (supp. Lobel) fr. 215. 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A lyre, a stringed instrument with a sounding-board formed of the shell of a tortoise (not in Il. or Od.), h.Merc.423, Margites 1, Pi.O.10(11).93, N.10.21, etc.; κέλαδος ἑπτατόνου λύρας E.IT 1129 (lyr.); τὸν ἄνευ λύρας θρῆνον (since the dirge was accompanied by the flute) A.Ag.990 (lyr.); λ. καὶ κιθάρα (q. v.) Pl.R.399d, cf. Aristid. Quint.2.16: prov. ὄνος λύρας (sc. ἀκούων), v. ὄνος; ἀνὴρ δὲ φεύγων οὐ μένει λύρας κτύπον</ref> Ar.Fr.11 D. II lyric poetry and music, Pl.Lg.809c, 809e. III the constellation Lyra, Anacr.99, Arat. 269; Μουσῶν λ., of the Pleiades, Pythag. ap. Arist.Fr.196. IV a sea-fish, perh. Trigla lyra, Arist.HA535b17.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, die Lyra, Leier, ein siebensaitiges 8nach D. Sic. 3, 16 ursprünglich vierseitiges) Instrument, das Hermes erfunden u. dem Apollo geschenkt haben soll, λύρῃ κιθαρίζειν, H. h. Merc. 423 (sonst hat Hom. das Wort nicht, vgl. κιθάρα u. φόρμιγξ); oft bei Pind., ἀδυεπής, Ol. 11, 97, εὔχορδον ἔγειρε λύραν, N. 10, 21, λυρᾶν βοαί P. 10, 39, u. Tragg., ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῖ Aesch. Ag. 963, λύρας κτύπος, Eur. Alc. 432, ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας, I. T. 1129; Ar. u. com. oft, wie in Prosa, περὶ κρουμάτων ἐν λύρᾳ, Plat. Alc. I, 107 a. Sie hatte einen tieferen Schallboden als die Kithara und galt als das männlichste unter den Saiteninstrumenten. – Auch das Spielen auf der Lyra, Plat. Legg. VII, 809 c, u. die lyrische Dichtkunst. – Das Sternbild, die Leier, Arat. 268. – Ein Meerfisch aus dem Barbengeschlecht, die Secleier, Arist. H. A. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
λύρα: [ῠ], ἡ, Λατ. lyra, ἑλληνικὸν μουσικὸν ὄργανον ὅμοιον τῇ κιθάρᾳ, περὶ ἧς ἐλέγετο ὅτι ἐπενοήθη ὑπὸ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, Πίνδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (ὅστις περὶ ὁμοίων μουσικῶν ὀργάνων ἔχει τὰ ὀνόματα κίθαρις καὶ φόρμιγξ). - Τὸ κοῖλον ἢ σῶμα τῆς λύρας ἦτο βαθύτερον ἢ τὸ τῆς κιθάρας καὶ ἦτο μεγαλειτέρα ἢ ὥστε νὰ φέρηται ἐπὶ τῶν γονάτων· ὁ Κύκλωψ Πολύφημος περιγράφεται ὡς ἔχων κρανίον ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν ὡς λύραν, καὶ τὰ κέρατα αὐτῆς ἐχρησίμευον ὡς πήχεις, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· αἱ χορδαὶ αὐτῆς ἦσαν τὸν ἀριθμὸν ἑπτὰ (ὡς ἐν τῇ κιθάρᾳ τοῦ Τερπάνδρου), κέλαδος ἑπτατόνου λύρας Εὐρ. Ι. Τ. 1129, κτλ.· ἂν καὶ κατὰ πρῶτον εἶχε μόνον τέσσαρας, Διόδ. 3. 16. Ἡ ἐφεύρεσις αὐτῆς ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ὡς ἡ τῆς κιθάρας εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἀλλ’ ἡ διάκρισις τῶν δύο δὲν ἐτηρεῖτο αὐστηρῶς, ἴδε ἐν λεξ. κιθάρα καὶ πρβλ. λυριστής· ἐπειδὴ δὲ ἔπεμπεν ᾖχον ἰσχυρὸν καὶ πλήρη, ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ ἀνδρικώτατον πάντων τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, πρβλ. κιθάρα· διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν μετεχειρίζοντο αὐτὴν εἰς θρήνους καὶ εἰς μουσικὴν οἵα ἡ τοῦ Φρυγίου τρόπου, ἣτις διὰ ταῦτα καλεῖται ὁ ἄνευ λύρας θρῆνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 990 πρβλ. ἄλυρος, ἀφόρμικτος. ΙΙ. ἡ λυρικὴ ποίησις καὶ μουσική, Πλάτ. Νόμ. 809C, Ε. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς τῆς λύρας, Ἀνακρ. 70, ἔνθα ἴδε Bgk., Ἀριστ. Ἀποσπ. 191, Ἄρατ. 268. ΙV. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως Trigla Lyra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. lyre, instrument de musique primitif, à quatre cordes, postér. à sept ; p. ext. chant, poésie lyrique;
II. p. anal. 1 Lyre, constellation;
2 poisson-lyre.
Étymologie: DELG étym. ignorée, pê emprunt.
English (Slater)
λῠρα (λύρα, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν.)
1 lyre ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς (O. 10.93) εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39) ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (N. 3.12) ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21) λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7) λύ]ραι τε καὶ ὑ[μν (supp. Lobel) fr. 215. 9.