σεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>σεύομαι</b> (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.) <br />&nbsp;&nbsp;nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[speed]] [[ὅτε]] παρ' Ἀλφεῷ [[σύτο]] [[δέμας]] ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον [[ἅρμα]] Νικοκλέος [[μνᾶμα]] πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. [[part]]., ἐσσύμενοι δ' [[εἴσω]] κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21) ] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., &lt;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' [[ἀνδράσι]] καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., [[ἐσσυμένως]] ἀπὸ μὲν λευκὸν [[γάλα]] χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

English (Slater)

σεύομαι (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)
  nbsp; 1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) (O. 1.20) ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι (I. 8.61) esp. part., ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν (P. 4.135) [σευόμενοι (γευόμενοι v. l.) (I. 1.21) ] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.5) adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.