ὀρίνω: Difference between revisions
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[parallel]] [[form]] of [[ὄρνῦμι]]), aor. ὤρῖνα, ὄρῖνα, [[pass]]. ipf. ὠρίνετο, aor. [[ὠρίνθην]], ὀρίνθη: [[stir]], [[rouse]], [[arouse]], [[move]], [[wind]], waves, etc.; metaph., of [[anger]] and [[other]] passions, θῦμόν τινι, Il. 24.467, [[pass]]. Od. 18.75 ; [[γόον]], [[κῆρ]], [[ἦτορ]]; ὀρινθέντες κατὰ [[δῶμα]], ‘stirred [[with]] [[dismay]],’ Od. 22.23. | |auten=([[parallel]] [[form]] of [[ὄρνῦμι]]), aor. ὤρῖνα, ὄρῖνα, [[pass]]. ipf. ὠρίνετο, aor. [[ὠρίνθην]], ὀρίνθη: [[stir]], [[rouse]], [[arouse]], [[move]], [[wind]], waves, etc.; metaph., of [[anger]] and [[other]] passions, θῦμόν τινι, Il. 24.467, [[pass]]. Od. 18.75 ; [[γόον]], [[κῆρ]], [[ἦτορ]]; ὀρινθέντες κατὰ [[δῶμα]], ‘stirred [[with]] [[dismay]],’ Od. 22.23. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ὀρῑνω</b> <br /> <b>1</b> [[rouse]] ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' [[ἀλαλαί]] τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], aor. ὤρῑνα, Ep.
A ὄρ- Il.24.760, al. :—Med., aor. ὠρίνατο B. 12.112 :—Pass., impf. ὠρίνετο Od.18.75 : aor. ὠρίνθην, Ep. ὀρ- Il.5.29,al. : (cf. ὄρνυμι):—Ep. Verb (used by Epicr.11.36, Arist.Pr.947b32), stir, raise, ὡς δ' ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον Il.9.4 ; [ἀέλλη] πόντον ὀρίνει 11.298, cf. Od.7.273 ; πάντα δ' ὄρινε ῥέεθρα Il.21.235 : mostly metaph., stir, move, excite, θυμὸν ὀρίνειν Od.4.366 ; θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀ. Il.2.142 ; μνηστῆρας ὀρίνων driving them wild with fear, Od.24.448 ; ἦτορ ἐν στήθεσσιν ὄρινε 17.47 ; ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος ib.216 ; also γόον Il.24.760 ; ὀρυμαγδόν 21.313 ; Κύπριν Ps.-Phoc.3 ; φρένας οἶνος ὀρίνει AP15.9 (Cyrus) :—Pass., to be stirred, roused, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός his heart was troubled within him, Od.18.75 ; ὀρίνθη θυμός Il.18.223 ; Τρῶας ὀρινομένους driven in flight, 11.521, cf. 525 ; ὀρινθέντες affrighted, Od.22.23 ; ὀρινόμενοι Pi.Fr.208 ; οὐδὲν ὀρινθείς Epicr.11.36 ; ὡς πάρος οὐ λαλέεις καὶ ὀρείνομαι BCH51.326 (Athens). II incite one to do, c.acc. et inf., Orph.L.59.
German (Pape)
[Seite 378] (ορ), erregen, in Bewegung setzen; ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον, Il. 9, 4, wie 11, 298. 21, 235 Od. 7, 273. Gewöhnlich übertr., θυμόν, das Gemüth bewegen, besonders durch Mitleid, Od. 4, 366. 14, 361. 15, 486 Il. 4, 208; durch sehnsüchtiges Verlangen, z. B. nach dem Vaterlande, 2, 142. 3, 395; durch Trauer, 14, 459; durch Furcht, Od. 24, 448; durch Zorn und Unwillen, 8, 178; eben so κῆρ u. ἦτορ ὀρίνειν, 17, 47. 216; – ὀρυμαγδόν, Lärm erregen, Il. 21, 313; – pass., Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός, es wurde ihm übel zu Muthe, Od. 18, 75, u. vom Zorn, τοῦ δ' ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι, 20, 9, öfter; auch in Verwirrung, Bestürzung gerathen, Τρῶες ὀρίνονται ἐπιμίξ, Il. 11, 525, vgl. 521. 15, 7. 18, 223; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες, Od. 22, 23, erschreckt, aufgescheucht. – Einzeln auch bei Sp., bes. im pass. oder med., eilen, sich schnell bewegen. – S. auch compp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρίνω: [ῑ]: ἀόρ. ὤρῑνα, Ἐπικ. ὄρ-. Ὅμ. - Παθητ., παρατ. ὠρίνετο Ὀδ. Σ. 75: ἀόρ. ὠρίνθην, Ἐπικ. ὀρ-, Ὅμ.· (√ΟΡ, ὄρνυμι). Ἐπικ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικράτει ἐν Ἀδήλ. 1. 36), ἐγείρω, διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀναταράττω, ἀνακινῶ, Λατιν. agitare, ὡς δ’ ἄνεμοι δύο πόντον ὀρίνετον Ἰλ. Ι. 4· ἀέλλη ... πόντον ὀρίνει Λ. 298, πρβλ. Ὀδ. Η. 273· πάντα δ’ ὄρινε ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 235· - κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξερεθίζω, θυμὸν ὀρίνειν Ὀδ. Δ. 366, Ἰλ. Δ. 208, κλ.· θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρ. Β. 142· μνηστῆρας ὀρίνων, κατατρομάζων, καταταράττων, Ὀδ. Ω. 448· ἦτορ ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν Ρ. 47˙ ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσσῆος αὐτόθι 216˙ ὡσαύτως, ὀρ. γόον Ἰλ. Ω. 760˙ ὀρυμαγδὸν Φ. 313˙ Κύπριν Ψευδο-Φωκυλ. 1˙ φρένας οἶνος ὀρίνει Ἀνθολ. Π. 15. 9˙ - Παθ., ἐξεγείρομαι, διεγείρομαι, Ἴρῳ δ’ ὠρίνετο θυμός, ἡ καρδία τοῦ Ἴ. ἐξηγείρετο ἐν αὐτῷ, Ὀδ. Σ. 75˙ θυμὸς ὀρίνθη Λ. 521. 525., Σ. 223˙ ὀρινθέντες, τρομάξαντες, Χ. 33˙ ὀρινόμενοι Πινδ. Ἀποσπ. 224˙ οὐδὲν ὀρινθεὶς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 36. ΙΙ. παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀρφ. Λιθ. 59.
French (Bailly abrégé)
f. et pf. inus. ; ao. ὤρινα;
Pass. ao. ὠρίνθην, pf. inus.
remuer, soulever, acc. ; Pass. se soulever : ἐκ θρόνων OD de leurs sièges ; en parl. de fuyards s’ébranler, s’enfuir ; fig. ὀρ. γόον IL soulever, provoquer des gémissements ; κῆρ OD ou θυμόν IL, OD remuer le cœur, càd exciter la colère, la pitié, la tristesse, etc. ; Pass. être ému de colère, de pitié, de crainte, etc.
Étymologie: R. Ὀρ, s’élancer ; v. ὄρνυμι.
English (Autenrieth)
(parallel form of ὄρνῦμι), aor. ὤρῖνα, ὄρῖνα, pass. ipf. ὠρίνετο, aor. ὠρίνθην, ὀρίνθη: stir, rouse, arouse, move, wind, waves, etc.; metaph., of anger and other passions, θῦμόν τινι, Il. 24.467, pass. Od. 18.75 ; γόον, κῆρ, ἦτορ; ὀρινθέντες κατὰ δῶμα, ‘stirred with dismay,’ Od. 22.23.
English (Slater)
ὀρῑνω
1 rouse ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13.