ἀποκλεισμός: Difference between revisions
(big3_6) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[exclusión]] ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso</i> Arr.<i>Epict</i>.4.7.20.<br /><b class="num">2</b> [[encierro]] ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.<i>Ps</i>.141(142).8, cf. Artem.3.54. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[exclusión]] ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso</i> Arr.<i>Epict</i>.4.7.20.<br /><b class="num">2</b> [[encierro]] ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.<i>Ps</i>.141(142).8, cf. Artem.3.54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΝ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[περιορισμός]] κάποιου σε ορισμένο χώρο, η [[παρεμπόδιση]] της επικοινωνίας του με τους [[εκτός]]<br /><b>2.</b> η επιβαλλόμενη, με τη [[βοήθεια]] του πολεμικού στόλου, από [[κράτος]] σε [[άλλο]] [[κράτος]] και σε καιρό ειρήνης [[διακοπή]] συγκοινωνιών και [[κάθε]] επικοινωνίας με άλλες χώρες<br /><b>3.</b> η [[απαγόρευση]] συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα<br /><b>4.</b> «[[εμπορικός]] [[αποκλεισμός]]» — η [[άρνηση]] των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια [[άλλη]] [[χώρα]], το [[μποϋκοτάζ]]<br /><b>5.</b> «[[αποκλεισμός]] εργατών» — η [[διακοπή]] της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η [[απεργία]] ή η [[τάση]] για [[απεργία]] των εργαζομένων, η [[ανταπεργία]], το λοκ [[άουτ]]<br /><b>6.</b> «[[ναυτικός]] [[αποκλεισμός]]» — [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία ναυτική [[δύναμη]] αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την [[έξοδο]] [[κάθε]] πλοίου, το εμπάργκο<br /><b>μσν.</b><br />[[πολιορκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να αποκλείσει [[κανείς]] κάποιον, να τον κλείσει έξω<br /><b>2.</b> το να κλείσει [[κανείς]] κάποιον [[μέσα]], στη [[φυλακή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A exclusion, Arr.Epict.4.7.20, Artem.3.54; but, prison, Aq.Ps.141(142).8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
prison.
Étymologie: ἀποκλείω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 exclusión ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso Arr.Epict.4.7.20.
2 encierro ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.Ps.141(142).8, cf. Artem.3.54.
Greek Monolingual
ο (ΑΝ)
νεοελλ.
1. ο περιορισμός κάποιου σε ορισμένο χώρο, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του με τους εκτός
2. η επιβαλλόμενη, με τη βοήθεια του πολεμικού στόλου, από κράτος σε άλλο κράτος και σε καιρό ειρήνης διακοπή συγκοινωνιών και κάθε επικοινωνίας με άλλες χώρες
3. η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα
4. «εμπορικός αποκλεισμός» — η άρνηση των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια άλλη χώρα, το μποϋκοτάζ
5. «αποκλεισμός εργατών» — η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η απεργία ή η τάση για απεργία των εργαζομένων, η ανταπεργία, το λοκ άουτ
6. «ναυτικός αποκλεισμός» — κατάσταση κατά την οποία ναυτική δύναμη αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την έξοδο κάθε πλοίου, το εμπάργκο
μσν.
πολιορκία
αρχ.
1. το να αποκλείσει κανείς κάποιον, να τον κλείσει έξω
2. το να κλείσει κανείς κάποιον μέσα, στη φυλακή.