ἐφάπαξ: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(T22) |
(15) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(Treg. in Heb. ἐφ' [[ἅπαξ]]; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from [[ἐπί]] and [[ἅπαξ]] (cf. Winer s Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), [[once]]; at [[once]] i. e.<br /><b class="num">a.</b> [[our]] [[all]] at [[once]]: [[once]] for [[all]]: Lucian, [[Dio]] Cassius, others.) | |txtha=(Treg. in Heb. ἐφ' [[ἅπαξ]]; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from [[ἐπί]] and [[ἅπαξ]] (cf. Winer s Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), [[once]]; at [[once]] i. e.<br /><b class="num">a.</b> [[our]] [[all]] at [[once]]: [[once]] for [[all]]: Lucian, [[Dio]] Cassius, others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἐφάπαξ]])<br /><b>επίρρ.</b> για μια [[φορά]], μια και καλή, μια για [[πάντα]] («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] [[ἐφάπαξ]] ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο [[δόση]], για μια [[φορά]], [[κυρίως]] για χρηματική [[παροχή]] σε υπάλληλο που εξέρχεται από την [[υπηρεσία]] του («θα πάρει [[σύνταξη]] και επτακόσιες χιλιάδες [[εφάπαξ]]»)<br /><b>2.</b> (ως ουσ. με [[άρθρο]]) <i>το [[εφάπαξ]]<br />το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό [[ποσό]] που παίρνει ύστερα από πολυετή [[υπηρεσία]] ο [[υπάλληλος]] που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για [[άλλη]] [[αιτία]] («με το [[εφάπαξ]] θα αγοράσω ένα [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμέσως]], συγχρόνως, την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅπαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰπ], Adv.
A once for all, Eup. 175, Ep.Rom.6.10, Ep.Hebr. 7.27, etc. II at once, Ep.Cor.15.6.
German (Pape)
[Seite 1112] für einmal, auf einmal, Sp., wie Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ μόνον, μίαν φορὰν μόνον, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» Α. Β. 96. 17, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ς΄, 10, π. Ἑβρ. ζ΄, 27, κτλ. ΙΙ. παρευθύς, Ἐπιστ. Α΄, π. Κορ. ιε΄, 6.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 pour une fois NT.
Étymologie: ἐπί, ἅπαξ.
English (Strong)
from ἐπί and ἅπαξ; upon one occasion (only): (at) once (for all).
English (Thayer)
(Treg. in Heb. ἐφ' ἅπαξ; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from ἐπί and ἅπαξ (cf. Winer s Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), once; at once i. e.
a. our all at once: once for all: Lucian, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
(Α ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.