ἀπονόσφι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ante vocal -νόσφιν<br />adv. [[aparte]], [[lejos]] abs. ἀ. κατίσχεαι <i>Il</i>.2.233, ἀ. τραπέσθαι <i>Od</i>.5.350<br /><b class="num">•</b>c. gen., en anástrofe, [[lejos de]] [[ἐμεῦ]] ἀ. ἐόντα <i>Il</i>.1.541, φίλων ἀ. ὀλέσθαι <i>Od</i>.5.113, cf. 12.33, πατρίδος δ' ἀ. ἰ[δ] οῦσα <i>IKyme</i> 49.3 (II/I a.C.). | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ante vocal -νόσφιν<br />adv. [[aparte]], [[lejos]] abs. ἀ. κατίσχεαι <i>Il</i>.2.233, ἀ. τραπέσθαι <i>Od</i>.5.350<br /><b class="num">•</b>c. gen., en anástrofe, [[lejos de]] [[ἐμεῦ]] ἀ. ἐόντα <i>Il</i>.1.541, φίλων ἀ. ὀλέσθαι <i>Od</i>.5.113, cf. 12.33, πατρίδος δ' ἀ. ἰ[δ] οῦσα <i>IKyme</i> 49.3 (II/I a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπονόσφι]](ν) (τοπ. επίρρ.) (Α)<br />[[μακριά]] από, [[χωριστά]]<br />(«[[φίλων]] [[ἀπονόσφι]] όλέσθαι, [[Όμηρος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>επίρρ.</b> [[νόσφι]] «[[μακριά]], [[χωρίς]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
before a vowel ἀπονόσφιν, Ep. Adv.
A far apart, aloof, ἀ. κατίσχεαι Il.2.233; ἀ. τραπέσθαι Od.5.350. II c. gen., following its case, far away from, ἐμεῦ ἀ. ἐόντα Il.1.541; φίλων ἀ. ὀλέσθαι Od. 5.113; φίλων ἀ. ἑταίρων ib.12.33.
German (Pape)
[Seite 317] vor Vokalen ἀπονόσφιν, abgesondert, seitab, Il. 2, 233 ἣνἀπονόσφι κατίσχεαι; Od. 5, 350. 10, 528 ἀπονόσφι τραπέσθαι; Iliad. 11, 555. 17, 664 ἀπονόσφιν ἔβη; τινός, getrennt, fern von, Il. 1, 541 Od. 5, 113, mit voranstehendem gen.; ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας Od. 15, 529; φίλων ἀπονόσφιν ἑταίρων Od. 12, 33. Auch sp. Ep., wie Ap. Rh. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονόσφι: καὶ πρὸ φωνήεντος -νόσφιν, Ἐπ. ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ…, χωριστά, ἥν τ’ ἀυτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι, «ἥν τιν’ αὐτὸς ἄποθεν καὶ χωρὶς μόνος κατίσχῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 233· ἀπ. τραπέσθαι Ὀδ. Ε. 350. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό, ἐμεῦ ἀπ. ἐόντα Ἰλ. Α. 541· φίλων ἀπ. ὀλέσθαι Ὀδ. Ε. 113· φίλων ἀπ. ἐταίρων Μ. 33: ― ὥστε τὸ ἐπίρρημα τοῦτο ὡς πρόθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἕπεται τῇ πτώσει μεθ’ ἧς συντάσσεται.
French (Bailly abrégé)
dev. un voy. ἀπονόσφιν;
1 adv. à l’écart;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, νόσφι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ante vocal -νόσφιν
adv. aparte, lejos abs. ἀ. κατίσχεαι Il.2.233, ἀ. τραπέσθαι Od.5.350
•c. gen., en anástrofe, lejos de ἐμεῦ ἀ. ἐόντα Il.1.541, φίλων ἀ. ὀλέσθαι Od.5.113, cf. 12.33, πατρίδος δ' ἀ. ἰ[δ] οῦσα IKyme 49.3 (II/I a.C.).
Greek Monolingual
ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α)
μακριά από, χωριστά
(«φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»].