Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄντλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(big3_5)
(5)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sentina de un barco]] ὅπλα τε πάντα εἰς [[ἄντλον]] κατέχυνθ' <i>Od</i>.12.411, cf. 15.479, Luc.<i>Cat</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ ahogas la violencia en una sentina</i> Pi.<i>P</i>.8.12.<br /><b class="num">2</b> [[agua de la sentina]] [[ἄντλος]] ἰστοπέδαν ἔχει el agua de la sentina llega ya hasta el pie del mástil</i> Alc.208a.6, [[ἄντλον]] εἴργων ναός achicando agua de una nave</i> E.<i>Tr</i>.691<br /><b class="num">•</b>fig. πόλις ... [[ἄντλον]] οὐκ ἐδέξατο (de una ciudad atacada) la ciudad no ha hecho agua</i> A.<i>Th</i>.796, [[ἄντλον]] ἐμβήσῃ πόδα para expresar el meterse en complicaciones, E.<i>Heracl</i>.168, ἀλίμενόν τις ὡς εἰς [[ἄντλον]] πεσών E.<i>Hec</i>.1025.<br /><b class="num">3</b> [[agua de una inundación]] ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας [[ἄντλον]] ἑλεῖν Pi.<i>O</i>.9.53.<br /><b class="num">II</b> [[cubo]] Man.6.424.<br /><b class="num">III</b> [[parva]], [[montón de grano]] trillado pero no aventado, Nic.<i>Th</i>.114, 546, Q.S.1.352, <i>AP</i> 6.258 (Adaeus). • DMic.: <i>a-ta-ra</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se suele postular *ἅμθλος, con posterior disimilación θ > τ y psilosis, comparando lat. <i>sentina</i>, lituan. <i>semiù</i> ‘sacar’. Pero tb. se ha comparado het. <i>ḫan</i>- ‘sacar agua’.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sentina de un barco]] ὅπλα τε πάντα εἰς [[ἄντλον]] κατέχυνθ' <i>Od</i>.12.411, cf. 15.479, Luc.<i>Cat</i>.1<br /><b class="num">•</b>fig. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ ahogas la violencia en una sentina</i> Pi.<i>P</i>.8.12.<br /><b class="num">2</b> [[agua de la sentina]] [[ἄντλος]] ἰστοπέδαν ἔχει el agua de la sentina llega ya hasta el pie del mástil</i> Alc.208a.6, [[ἄντλον]] εἴργων ναός achicando agua de una nave</i> E.<i>Tr</i>.691<br /><b class="num">•</b>fig. πόλις ... [[ἄντλον]] οὐκ ἐδέξατο (de una ciudad atacada) la ciudad no ha hecho agua</i> A.<i>Th</i>.796, [[ἄντλον]] ἐμβήσῃ πόδα para expresar el meterse en complicaciones, E.<i>Heracl</i>.168, ἀλίμενόν τις ὡς εἰς [[ἄντλον]] πεσών E.<i>Hec</i>.1025.<br /><b class="num">3</b> [[agua de una inundación]] ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας [[ἄντλον]] ἑλεῖν Pi.<i>O</i>.9.53.<br /><b class="num">II</b> [[cubo]] Man.6.424.<br /><b class="num">III</b> [[parva]], [[montón de grano]] trillado pero no aventado, Nic.<i>Th</i>.114, 546, Q.S.1.352, <i>AP</i> 6.258 (Adaeus). • DMic.: <i>a-ta-ra</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se suele postular *ἅμθλος, con posterior disimilación θ > τ y psilosis, comparando lat. <i>sentina</i>, lituan. <i>semiù</i> ‘sacar’. Pero tb. se ha comparado het. <i>ḫan</i>- ‘sacar agua’.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄντλος]], ο κ. [[ἄντλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αμπάρι]] πλοίου<br /><b>2.</b> το ακάθαρτο [[νερό]] που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συσσώρευση]] δεινών, δυσχερειών<br /><b>4.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[εξαφανίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάδος]], [[κουβάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ἄντλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅν</i>-<i>τλος</i>, με [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμ</i>-<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]] του δασέος και [[αφομοίωση]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-, ενώ το [[επίθημα]] -<i>τλος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]]. Η [[σύνδεση]] με το <i>ἅμθλος</i> επιτρέπει τη [[σύγκριση]] με λιθ. <i>semiu</i> «[[αντλώ]]», (χεττ. <i>han</i> «[[αντλώ]] [[νερό]]», <b>αρχ.</b> <i>αμώμαι</i> (II), <b>λατ.</b> <i>sentina</i>. Ο τ. [[άντλος]] χρησιμοποιείται αρχικά ως [[ναυτικός]] όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου» [[αλλά]] και το «[[νερό]] που συγκεντρώνεται στο [[αμπάρι]] πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει [[ακόμη]] λιχνιστεί», ενώ στον <b>Ησύχ.</b> απαντά η φρ. [[ἄντλον]] δέχεσθαι</i> «[[κάνω]] νερά». Το ουδ. [[ἄντλον]] μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αντλία]], [[αντλώ]]. <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> αντλίαν -τλητήρ].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντλος Medium diacritics: ἄντλος Low diacritics: άντλος Capitals: ΑΝΤΛΟΣ
Transliteration A: ántlos Transliteration B: antlos Transliteration C: antlos Beta Code: a)/ntlos

English (LSJ)

ὁ, in Poll.1.92 also ἄντλον, τό:—in Hom.,

   A hold of a ship, Od.12.411, 15.479.    2 bilge-water, πόλις . . ἄντλον οὐκ ἐδέξατο let in no water, metaph. for 'let no enemy come in', A.Th.796; ἄντλον εἴργειν ναός pump out water from a ship, E.Tr.691; εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, metaph. for getting into a difficulty, Id.Heracl.168.    3 a flood of water, Pi.O.9.53; ἀλίμενον ὥς τις εἰς ἄντλον πεσών E.Hec. 1025 (lyr.); ἐν ἄντλῳ τιθέναι scuttle, sink, metaph., ὕβριν Pi.P.8.12.    II bucket, Man.6.424.    III heap of corn, threshed but not yet cleansed, Nic.Th.114,546, Q.S.1.352, AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 264] ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; ἄντλον εἴργων ναός Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; πόλις ἄντλον οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιθέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; ἀλίμενος Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντλος: ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· ὡσαύτως, ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *τλάω): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς ἔνθα «ὕδωρ συρρέει τό τε ἄνωθεν καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ κύτος τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν ὕδωρ, πόλις ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν ὕδωρ νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων ναός, ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, μεταφ., ἐμπίπτω εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 168, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. 3) καθόλου, τὸ θαλάσσιον ὕδωρ, ἡ θάλασσα, Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, ῥίπτω εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. κάμνω τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. καδίσκος πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, ὅστις δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
eau de mer ; ἄντλον δέχεσθαι ESCHL faire eau en parl. d’un navire ; mer.
Étymologie: DELG obsc., mais attesté déjà en myc.

English (Autenrieth)

ου: bilge-water, hold of a ship. (Od.)

English (Slater)

ἄντλος
   1 floodwater ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (O. 9.53) met., τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (i. e. obscurity. ἀφανίζεις. Σ.) (P. 8.12)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I 1sentina de un barco ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411, cf. 15.479, Luc.Cat.1
fig. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ ahogas la violencia en una sentina Pi.P.8.12.
2 agua de la sentina ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει el agua de la sentina llega ya hasta el pie del mástil Alc.208a.6, ἄντλον εἴργων ναός achicando agua de una nave E.Tr.691
fig. πόλις ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο (de una ciudad atacada) la ciudad no ha hecho agua A.Th.796, ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα para expresar el meterse en complicaciones, E.Heracl.168, ἀλίμενόν τις ὡς εἰς ἄντλον πεσών E.Hec.1025.
3 agua de una inundación ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν Pi.O.9.53.
II cubo Man.6.424.
III parva, montón de grano trillado pero no aventado, Nic.Th.114, 546, Q.S.1.352, AP 6.258 (Adaeus). • DMic.: a-ta-ra.

• Etimología: Se suele postular *ἅμθλος, con posterior disimilación θ > τ y psilosis, comparando lat. sentina, lituan. semiù ‘sacar’. Pero tb. se ha comparado het. ḫan- ‘sacar agua’.

Greek Monolingual

ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α)
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου
3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών
4. η θάλασσα
5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω
6. κάδος, κουβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ἄντλος < ἅν-τλος, με ψίλωση < ἅμ-θλος, με ανομοίωση του δασέος και αφομοίωση του -μ- σε -ν-, ενώ το επίθημα -τλος < -θλος, με ανομοίωση. Η σύνδεση με το ἅμθλος επιτρέπει τη σύγκριση με λιθ. semiu «αντλώ», (χεττ. han «αντλώ νερό», αρχ. αμώμαι (II), λατ. sentina. Ο τ. άντλος χρησιμοποιείται αρχικά ως ναυτικός όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό κοίλο του πλοίου» αλλά και το «νερό που συγκεντρώνεται στο αμπάρι πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει ακόμη λιχνιστεί», ενώ στον Ησύχ. απαντά η φρ. ἄντλον δέχεσθαι «κάνω νερά». Το ουδ. ἄντλον μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.
ΠΑΡ. αντλία, αντλώ. ΣΥΝΘ. αρχ. αντλίαν -τλητήρ].