ἀπόμαγμα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(big3_6) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[compresa]] o [[apósito]] para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.<i>Medic</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[líquido de desecho]], [[basura]], [[residuo]] στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.<i>Fr</i>.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον [[ἀπόμαγμα]] <i>Vit.Aesop.G</i> 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας <i>Gp</i>.16.1.7, cf. Phot.α 2563.<br /><b class="num">3</b> [[impresión de un sello]] τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.<i>CP</i> 6.19.5, cf. <i>Lap</i>.67. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[compresa]] o [[apósito]] para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.<i>Medic</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[líquido de desecho]], [[basura]], [[residuo]] στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.<i>Fr</i>.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον [[ἀπόμαγμα]] <i>Vit.Aesop.G</i> 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας <i>Gp</i>.16.1.7, cf. Phot.α 2563.<br /><b class="num">3</b> [[impresión de un sello]] τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.<i>CP</i> 6.19.5, cf. <i>Lap</i>.67. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2. 2 dirt washed off, S.Fr.34. II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.
German (Pape)
[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.
Greek Monolingual
ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.