κέλωρ: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωρος (ὁ) :<br />fils, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[κέλομαι]]. | |btext=ωρος (ὁ) :<br />fils, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[κέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κέλωρ]], -ωρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[γιος]] («Αγαμέμνονος [[κέλωρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ευνούχος]]<br /><b>3.</b> ([[επίσης]] [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και σε πάπ.) [[φωνή]], βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[γιος]]» η λ. προέρχεται πιθ. από <i>κέρωρ</i>, με [[ανομοίωση]] (ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[αυξάνω]]») και συνδέεται με λατ. <i>Ceres</i> «θεά [[Δήμητρα]]» και αρμεν. <i>ser</i> «[[φυλή]], [[καταγωγή]]». Με τη σημ. «[[ευνούχος]]» η λ. [[κέλωρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κέρωρ</i>, με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] συνδέεται με το ρ. [[κείρω]] «[[κουρεύω]], [[ξυρίζω]]». Με τη σημ. «[[φωνή]], βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. [[κελαρύζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ωρος, ὁ,
A son, poet. word in E.Andr.1033 (lyr.), Lyc.495, al., Puchstein Epigr.Gr.p.76, etc. 2 eunuch, Hsch. II = φωνή, βοή Id., PMasp.151.249 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1416] ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.
Greek (Liddell-Scott)
κέλωρ: -ωρος, ὁ υἱός, ἔγγονος, ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς κέλωρ’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = φωνή, βοή, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κελωρύω, κραυγάζω, βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ωρος (ὁ) :
fils, rejeton.
Étymologie: κέλομαι.
Greek Monolingual
κέλωρ, -ωρος, ὁ (Α)
1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος
3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα ker- «αυξάνω») και συνδέεται με λατ. Ceres «θεά Δήμητρα» και αρμεν. ser «φυλή, καταγωγή». Με τη σημ. «ευνούχος» η λ. κέλωρ < κέρωρ, με ανομοίωση, οπότε συνδέεται με το ρ. κείρω «κουρεύω, ξυρίζω». Με τη σημ. «φωνή, βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. κελαρύζω].