γαλῆ: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(big3_9)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[γαλέη]].
|dgtxt=v. [[γαλέη]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[γαλῆ]], Α και [[γαλέη]])<br />η [[γάτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[ονομασία]] διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, [[νυφίτσα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γαλῇ [[χιτώνιον]] κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα<br />β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά<br />II. [[είδος]] μικρού ψαριού<br />III. «γαλῆς [[αἷμα]]» — το [[φυτό]] άσπληνον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] -<i>έη</i> του ασυναίρετου τ. [[γαλέη]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η λ. δήλωνε αρχικά το [[δέρμα]] του ζώου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλωπεκέη</i> <b>κ.λπ.</b>). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ī</i><i>s</i> «[[μυωξός]]», αρχ. ινδ. <i>giri</i>-, <i>girik</i><i>ā</i>- «[[ποντικός]]». Το λατ. <i>galea</i> «[[περικεφαλαία]], [[κράνος]]» [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κυνέη]] «[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου»). Από το [[γαλέη]] προήλθε και το ιταλ. <i>galea</i> «[[γαλέρα]]», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[γαλῆ]] έχει αντικατασταθεί από τη λ. [[γάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γαλεώτης]], [[γαλιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γαλεάγρα]], [[γαλεόβδολο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαληόψις]]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλῆ Medium diacritics: γαλῆ Low diacritics: γαλή Capitals: ΓΑΛΗ
Transliteration A: galē̂ Transliteration B: galē Transliteration C: gali Beta Code: galh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for γαλέη (q. v.).

German (Pape)

[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. γαλέη.

Spanish (DGE)

v. γαλέη.

Greek Monolingual

η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].