ἵδρυμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fondement, fondation;<br /><b>2</b> demeure, <i>particul.</i> demeure sacrée, temple;<br /><b>3</b> statue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱδρύω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fondement, fondation;<br /><b>2</b> demeure, <i>particul.</i> demeure sacrée, temple;<br /><b>3</b> statue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱδρύω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἵδρυμα]]) [[ιδρύω]] [[οικοδόμημα]], [[κτίσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οργανισμός]] που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό [[ίδρυμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναός]], [[ιερό]] («[[ἵδρυμα]] θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άγαλμα]] («[[ἵδρυμα]] δαιμόνων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (για αρχηγούς) «τὸ [[ἵδρυμα]] πόλεως» — το [[στήριγμα]] της πόλης (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵδρῡμα Medium diacritics: ἵδρυμα Low diacritics: ίδρυμα Capitals: ΙΔΡΥΜΑ
Transliteration A: hídryma Transliteration B: hidryma Transliteration C: idryma Beta Code: i(/druma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A establishment, foundation, Ἰάσονος ἵ. Str.6.1.1, cf. Plu.Marc.20; Ποιῆσσαν χαρίτων ἵ. Call.Aet.3.1.73.    2 temple, shrine, θεῶν Hdt.8.144, A.Ag.339, cf.Ch.1036, E.Ba.951, Pl.Lg.717b, etc.; statue, δαιμόνων ἵ. A.Pers.811, cf. Arr.Epict.2.22.17.    3 τὸ σὸν ἵ. πόλεως the stay, support of thy city, of chieftains, E.Supp.631 (lyr.). [ἵδρῠμα Call. l.c. (s. v.l.); ῐ by nature, Lyc.1032.]

German (Pape)

[Seite 1238] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἵδρυμα: τό, (ἱδρύω) οἰκοδόμημα ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος ἵδρυμα Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ ἕδος, ναός, ἱερόν, θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, Πλάτων. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ ἄγαλμα, δαιμόνων ἵδρυμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιον, στήριγμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. ἔρεισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fondement, fondation;
2 demeure, particul. demeure sacrée, temple;
3 statue.
Étymologie: ἱδρύω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἵδρυμα) ιδρύω οικοδόμημα, κτίσμα
νεοελλ.
οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)
αρχ.
1. ναός, ιερόἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)
2. άγαλμαἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)
3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα της πόλης (Ευρ.).