κατήγορος: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(T22) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[κατήγωρ]]) ὁ, an [[accuser]]: G L T WH. It is a [[form]] [[unknown]] to Greek writers, a [[literal]] [[transcription]] of the [[Hebrew]] קָטִיגור, a [[name]] given to the [[devil]] by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae [[Hebrew]] i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)). | |txtha=([[κατήγωρ]]) ὁ, an [[accuser]]: G L T WH. It is a [[form]] [[unknown]] to Greek writers, a [[literal]] [[transcription]] of the [[Hebrew]] קָטִיגור, a [[name]] given to the [[devil]] by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae [[Hebrew]] i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κατήγορος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διατυπώνει [[κατηγορία]], που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές [[μήνυση]] [[εναντίον]] του δράστη, ο [[μηνυτής]], ο [[ενάγων]] (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο [[κενό]]» β. «φησὶ δὲ ὁ [[κατήγορος]]... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο [[επικριτής]] (α. «ο [[κακός]] [[οπού]] ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.<br />β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσιος]] [[κατήγορος]]» — η κατηγορούσα [[αρχή]], ο [[δικαστικός]] [[υπάλληλος]] που διατυπώνει την [[κατηγορία]] εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο [[εισαγγελέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει [[κάτι]] [[κακό]], ο [[καταδότης]] («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται [[κατήγορος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i><br />το -<i>η</i> οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει [[σχέση]] με τη σημ. της λ. [[ἀγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] γενικά με τη σημ. «[[μιλώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>ετυμ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>παρ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A accuser, Hdt.3.71, S.Tr.814, And. 4.16, Lys.7.11, Pl.Ap.18a (pl.), Apoc.12.10, etc.; δημόσιος κ. public prosecutor, PFlor.6.6 (iii A.D.); betrayer, φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κ. A.Th.439; ἀμέλειά ἐστι σαφὴς ψυχῆς κ. κακῆς X.Oec.20.15; πνεῦμα ὧν κατήγορον, . . δρόμοις [ἡ φύσις] ἐκβιᾶται κατηγορέειν what the respiration reveals, Hp.de Arte 12.
Greek (Liddell-Scott)
κατήγορος: -ον, ὁ κατηγορῶν, Ἡρόδ. 3. 71, Σοφ. Τρ. 814, Ἀνδοκ. 31. 11, Λυσ. 109. 15, κτλ.·― προδότης ἢ καταδότης, φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατ. Αἰσχύλ. Θήβ. 439, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20. 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 accusateur;
2 adj. (ὁ, ἡ) qui trahit, qui révèle.
Étymologie: κατά, ἀγορέω.
English (Strong)
from κατά and ἀγορά; against one in the assembly, i.e. a complainant at law; specially, Satan: accuser.
English (Thayer)
(κατήγωρ) ὁ, an accuser: G L T WH. It is a form unknown to Greek writers, a literal transcription of the Hebrew קָטִיגור, a name given to the devil by the rabbis; cf. Buxtorf, Lex. Chaldean talm. et rahb., p. 2009 (p. 997, Fischer edition); (Schöttgen, Horae Hebrew i., p. 1121 f; cf. Buttmann, 25 (22)).
Greek Monolingual
ο (AM κατήγορος)
1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον του δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες του κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος... σηκὸν ὑπ' ἐμοῡ ἐκκεκόφθαι», Λυσ.)
2. αυτός που κατηγορεί, που κατακρίνει κάποιον, ο επικριτής (α. «ο κακός οπού ωφελέσεις θα γενεί κατήγορός σου», παροιμ.
β. «ἐν βάρει τοῡ πικροῡ κατηγόρου τῆς συνειδήσεως», Σάθ.)
(νεολλ.) φρ. «δημόσιος κατήγορος» — η κατηγορούσα αρχή, ο δικαστικός υπάλληλος που διατυπώνει την κατηγορία εξ ονόματος του κράτους, του δημοσίου, ο εισαγγελέας
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει, που προδίδει κάτι κακό, ο καταδότης («φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. παρ-ήγορος, συν-ήγορος
το -η οφείλεται στη λειτουργία του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος (< ἀγορά), παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι η σημ. της δεν έχει σχέση με τη σημ. της λ. ἀγορά «συνάθροιση» αλλά γενικά με τη σημ. «μιλώ», πρβλ. δικ-ηγόρος, ετυμ-ηγόρος, παρ-ήγορος, συν-ήγορος].