κεντρίζω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]]. | |btext=aiguillonner.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.
German (Pape)
[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6˙ μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24˙ ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.
Greek Monolingual
(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.